σκουπίζω Verb  [skupizo, skoypizw]

  Verb
(7)
fegen (ugs.)
  Verb
(3)
  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu σκουπίζω

σκουπίζω σκούπα + -ίζω lateinisch scopa σκουπισμα


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu σκουπίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σκουπίζωσκουπίζουμε, σκουπίζομεσκουπίζομαισκουπιζόμαστε
σκουπίζειςσκουπίζετεσκουπίζεσαισκουπίζεστε, σκουπιζόσαστε
σκουπίζεισκουπίζουν(ε)σκουπίζεταισκουπίζονται
Imper
fekt
σκούπιζασκουπίζαμεσκουπιζόμουν(α)σκουπιζόμαστε, σκουπιζόμασταν
σκούπιζεςσκουπίζατεσκουπιζόσουν(α)σκουπιζόσαστε, σκουπιζόσασταν
σκούπιζεσκούπιζαν, σκουπίζαν(ε)σκουπιζόταν(ε)σκουπίζονταν, σκουπιζόντανε, σκουπιζόντουσαν
Aoristσκούπισασκουπίσαμεσκουπίστηκασκουπιστήκαμε
σκούπισεςσκουπίσατεσκουπίστηκεςσκουπιστήκατε
σκούπισεσκούπισαν, σκουπίσαν(ε)σκουπίστηκεσκουπίστηκαν, σκουπιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σκουπίσει
έχω σκουπισμένο
έχουμε σκουπίσει
έχουμε σκουπισμένο
έχω σκουπιστεί
είμαι σκουπισμένος, -η
έχουμε σκουπιστεί
είμαστε σκουπισμένοι, -ες
έχεις σκουπίσει
έχεις σκουπισμένο
έχετε σκουπίσει
έχετε σκουπισμένο
έχεις σκουπιστεί
είσαι σκουπισμένος, -η
έχετε σκουπιστεί
είστε σκουπισμένοι, -ες
έχει σκουπίσει
έχει σκουπισμένο
έχουν σκουπίσει
έχουν σκουπισμένο
έχει σκουπιστεί
είναι σκουπισμένος, -η, -ο
έχουν σκουπιστεί
είναι σκουπισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σκουπίσει
είχα σκουπισμένο
είχαμε σκουπίσει
είχαμε σκουπισμένο
είχα σκουπιστεί
ήμουν σκουπισμένος, -η
είχαμε σκουπιστεί
ήμαστε σκουπισμένοι, -ες
είχες σκουπίσει
είχες σκουπισμένο
είχατε σκουπίσει
είχατε σκουπισμένο
είχες σκουπιστεί
ήσουν σκουπισμένος, -η
είχατε σκουπιστεί
ήσαστε σκουπισμένοι, -ες
είχε σκουπίσει
είχε σκουπισμένο
είχαν σκουπίσει
είχαν σκουπισμένο
είχε σκουπιστεί
ήταν σκουπισμένος, -η, -ο
είχαν σκουπιστεί
ήταν σκουπισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σκουπίζωθα σκουπίζουμε, θα σκουπίζομεθα σκουπίζομαιθα σκουπιζόμαστε
θα σκουπίζειςθα σκουπίζετεθα σκουπίζεσαιθα σκουπίζεστε, θα σκουπιζόσαστε
θα σκουπίζειθα σκουπίζουν(ε)θα σκουπίζεταιθα σκουπίζονται
Fut
ur
θα σκουπίσωθα σκουπίσουμε, θα σκουπίζομεθα σκουπιστώθα σκουπιστούμε
θα σκουπίσειςθα σκουπίσετεθα σκουπιστείςθα σκουπιστείτε
θα σκουπίσειθα σκουπίσουν(ε)θα σκουπιστείθα σκουπιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σκουπίσει
θα έχω σκουπισμένο
θα έχουμε σκουπίσει
θα έχουμε σκουπισμένο
θα έχω σκουπιστεί
θα είμαι σκουπισμένος, -η
θα έχουμε σκουπιστεί
θα είμαστε σκουπισμένοι, -ες
θα έχεις σκουπίσει
θα έχεις σκουπισμένο
θα έχετε σκουπίσει
θα έχετε σκουπισμένο
θα έχεις σκουπιστεί
θα είσαι σκουπισμένος, -η
θα έχετε σκουπιστεί
θα είστε σκουπισμένοι, -ες
θα έχει σκουπίσει
θα έχει σκουπισμένο
θα έχουν σκουπίσει
θα έχουν σκουπισμένο
θα έχει σκουπιστεί
θα είναι σκουπισμένος, -η, -ο
θα έχουν σκουπιστεί
θα είναι σκουπισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σκουπίζωνα σκουπίζουμε, να σκουπίζομενα σκουπίζομαινα σκουπιζόμαστε
να σκουπίζειςνα σκουπίζετενα σκουπίζεσαινα σκουπίζεστε, να σκουπιζόσαστε
να σκουπίζεινα σκουπίζουν(ε)να σκουπίζεταινα σκουπίζονται
Aoristνα σκουπίσωνα σκουπίσουμε, να σκουπίσομενα σκουπιστώνα σκουπιστούμε
να σκουπίσειςνα σκουπίσετενα σκουπιστείςνα σκουπιστείτε
να σκουπίσεινα σκουπίσουν(ε)να σκουπιστείνα σκουπιστούν(ε)
Perfνα έχω σκουπίσει
να έχω σκουπισμένο
να έχουμε σκουπίσει
να έχουμε σκουπισμένο
να έχω σκουπιστεί
να είμαι σκουπισμένος, -η
να έχουμε σκουπιστεί
να είμαστε σκουπισμένοι, -ες
να έχεις σκουπίσει
να έχεις σκουπισμένο
να έχετε σκουπίσει
να έχετε σκουπισμένο
να έχεις σκουπιστεί
να είσαι σκουπισμένος, -η
να έχετε σκουπιστεί
να είστε σκουπισμένοι, -ες
να έχει σκουπίσει
να έχει σκουπισμένο
να έχουν σκουπίσει
να έχουν σκουπισμένο
να έχει σκουπιστεί
να είναι σκουπισμένος, -η, -ο
να έχουν σκουπιστεί
να είναι σκουπισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσκούπιζεσκουπίζετεσκουπίζεστε
Aoristσκούπισεσκουπίστεσκουπίσουσκουπιστείτε
Part
izip
Presσκουπίζονταςσκουπιζόμενος
Perfέχοντας σκουπίσει, έχοντας σκουπισμένοσκουπισμένος, -η, -οσκουπισμένοι, -ες, -α
InfinAoristσκουπίσεισκουπιστεί

















Griechische Definition zu σκουπίζω

σκουπίζω [skupízo] -ομαι : 1. απομακρύνω με τη σκούπα από το έδαφος ή το πάτωμα σκόνες, σκουπίδια κτλ.: σκουπίζω το σπίτι / την αυλή / το πεζο δρόμιο. Σκούπισες το δωμάτιό σου; Mη σκουπίζεις τη νύχτα. Σκούπισα τα ξερά φύλλα. σκουπίζω το χαλί. || Mε τη φούστα της σκούπισε όλο το πάτωμα, όταν κτ. σέρνεται κάτω. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback