προχωρώ Verb  [prochoro, proxwrw]

  Verb
(0)
weitergehen (ugs.)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu προχωρώ

προχωρώ προ + χωρώ


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu προχωρώ

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προχωράω, προχωρώπροχωράμε, προχωρούμε
προχωράςπροχωράτε
προχωράει, προχωράπροχωράν(ε), προχωρούν(ε)
Imper
fekt
προχωρούσα, προχώραγαπροχωρούσαμε, προχωράγαμε
προχωρούσες, προχώραγεςπροχωρούσατε, προχωράγατε
προχωρούσε, προχώραγεπροχωρούσαν(ε), προχώραγαν, προχωράγανε
Aoristπροχώρησαπροχωρήσαμε
προχώρησεςπροχωρήσατε
προχώρησεπροχώρησαν, προχωρήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω προχωρήσειέχουμε προχωρήσει
έχεις προχωρήσειέχετε προχωρήσει
έχει προχωρήσειέχουν προχωρήσει
Plu
perf
ekt
είχα προχωρήσειείχαμε προχωρήσει
είχες προχωρήσειείχατε προχωρήσει
είχε προχωρήσειείχαν προχωρήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προχωράω, θα προχωρώθα προχωράμε, θα προχωρούμε
θα προχωράςθα προχωράτε
θα προχωράει, θα προχωράθα προχωράν(ε), θα προχωρούν(ε)
Fut
ur
θα προχωρήσωθα προχωρήσουμε, θα προχωρήσομε
θα προχωρήσειςθα προχωρήσετε
θα προχωρήσειθα προχωρήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προχωρήσειθα έχουμε προχωρήσει
θα έχεις προχωρήσειθα έχετε προχωρήσει
θα έχει προχωρήσειθα έχουν προχωρήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προχωράω, να προχωρώνα προχωράμε, να προχωρούμε
να προχωράςνα προχωράτε
να προχωράει, να προχωράνα προχωράν(ε), να προχωρούν(ε)
Aoristνα προχωρήσωνα προχωρήσουμε, να προχωρήσομε
να προχωρήσειςνα προχωρήσετε
να προχωρήσεινα προχωρήσουν(ε)
Perfνα έχω προχωρήσεινα έχουμε προχωρήσει
να έχεις προχωρήσεινα έχετε προχωρήσει
να έχει προχωρήσεινα έχουν προχωρήσει
Imper
ativ
Presπροχώρα, προχώραγεπροχωράτε
Aoristπροχώρησε, προχώραπροχωρήστε
Part
izip
Presπροχωρώντας
Perfέχοντας προχωρήσει
InfinAoristπροχωρήσει







Griechische Definition zu προχωρώ

προχωρώ [proxoró] & -άω .11α μππ. προχωρημένος : 1α. μετακινούμαι προς τα εμπρός: Προχωρούσε γρήγορα στο δρόμο / προς το μέρος μας, βάδιζε. H φάλαγγα των αυτοκινήτων / το πλοίο προχωρούσε αργά. Προχωρήστε μπροστά, μη στέκεστε στην είσοδο. Ο εχθρός προχωρούσε ακάθεκτος. Προχώρησε ως το τέλος του δρόμου, έφτασε. || Προχώρησε το δρόμο ως το τέλος. α1. προπορεύομαι, πηγαίνω μπροστά: Προχώρησε εσύ και εγώ θα σε ακολουθήσω / θα σε φτάσω. α2. συνεχίζω το δρόμο μου: Εμείς σταματήσαμε για να ξεκουραστούμε, εκείνος όμως προχώρη σε. β. για κτ. που εισδύει, που εκτείνεται ως το εσωτερικό κάποιου άλλου χώρου: Mια λωρίδα γης προχωρούσε βαθιά μέσα στη θάλασσα. Ο δρόμος προχωρούσε μέσα στο δάσος. || για κτ. που εκτείνεται σε μήκος: Ο δρόμος προχωρεί ως τη θάλασσα / δεν προχωρεί άλλο, σταματά εδώ. γ. (προφ.) μετακινώ κτ., κυρίως μοχλό ή δείκτη μηχανισμού που κινείται σε ευθεία γραμμή: Προχώρησε λίγο αριστερά τη βελόνα (του ραδιοφώνου). [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback