{το}  πουκάμισο Subst.  [pukamiso, poykamiso]

{das}    Subst.
(1277)
(296)
{das}    Subst.
(2)

Etymologie zu πουκάμισο

πουκάμισο mittelgriechisch πουκάμισον υποκάμισον ὑπό + *καμίσα/καμίσιον mittellateinisch camisia


GriechischDeutsch
Προστατευτικά πουκάμισα ή παντελόνιαSchutzkleidung (Hemden und Hosen)

Übersetzung bestätigt

Κοντομάνικες φανέλες και πουκάμισαT-Shirts und Hemden

Übersetzung bestätigt

Υφασμένα υφάσματα από βαμβάκι, από νήματα διαφόρων χρωμάτων, με βάρος ≤ 200 g/m2, για πουκάμισα, πουκαμισάκια και μπλούζεςBaumwollgewebe, buntgewebt, mit einem Gewicht ≤ 200 g/m2, für Hemden und Blusen

Übersetzung bestätigt

Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 38, μπορεί να χορηγηθεί παρέκκλιση στο Πράσινο Ακρωτήριο για πουκάμισα για άνδρες για ποσότητα 160000 τεμαχίων το 2005, 170000 τεμαχίων το 2006 και 180000 τεμαχίων το 2007,Somit kann gemäß Artikel 38 Kap Verde eine Ausnahme für Hemden für Männer oder Knaben für 160000 Stück im Jahr 2005, für 170000 Stück im Jahr 2006 und für 180000 Stück im Jahr 2007 gewährt werden —

Übersetzung bestätigt

Κατά παρέκκλιση των ειδικών διατάξεων του πίνακα του παραρτήματος II του πρωτοκόλλου 1 του παραρτήματος V της συμφωνίας εταιρικής σχέσης ΑΚΕ-ΕΚ, τα ανδρικά πουκάμισα που υπάγονται στην κλάση 62.05 του ΕΣ και που παράγονται στο Πράσινο Ακρωτήριο από μη καταγόμενο ύφασμα θεωρείται ότι κατάγονται από το Πράσινο Ακρωτήριο σύμφωνα με τους όρους της παρούσας απόφασης.Abweichend von den besonderen Bestimmungen der Liste in Anhang II des Protokolls Nr. 1 des Anhangs V des AKP EG-Partnerschaftsabkommens gelten Hemden für Männer oder Knaben der HS-Position 62.05, die in Kap Verde aus Gewebe ohne Ursprungseigenschaft hergestellt werden, unter den in diesem Beschluss festgelegten Bedingungen als Ursprungserzeugnisse Kap Verdes.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Hemd
Shirt
Oberhemd



Griechische Definition zu πουκάμισο

πουκάμισο το [pukámiso] : 1. εσωτερικό ελαφρό ρούχο με (κοντά ή μακριά) μανίκια και γιακά, που κουμπώνει μπροστά και καλύπτει τον κορμό από το λαιμό ως τη λεκάνη: Aντρικό / γυναικείο / φαρδύ / στενό / μακρύ / άσπρο / χρωματιστό / παρδαλό / βαμβακερό / μεταξωτό πουκάμισο. Ράβω / κόβω / αλλάζω / βρομίζω / πλένω / σκίζω ένα πουκάμισο. Tα πουκάμισά του είναι πάντα φρεσκοπλυμένα. (έκφρ.) αλλάζω κτ. / κπ. σαν τα πουκάμισα, μεταβάλλω, αλλάζω κτ. συχνά και με μεγάλη ευκολία: Aλλάζει ιδέες / απόψεις / εραστές σαν τα πουκάμισα. || Tο πουκάμισο του φιδιού, το δέρμα που αποβάλλουν κάθε χρόνο τα φίδια και που έχει το σχήμα του σώματός τους. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback