πατώ Verb  [pato, patw]

  Verb
(2)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu πατώ

πατώ altgriechisch πατέω - πατῶ


GriechischDeutsch
Κι έτσι άρχισα κι εγώ να πατώ το κουμπί.Also hab ich auch angefangen, den Knopf zu drücken.

Übersetzung nicht bestätigt

Ναι, μπαίνουμε μέσα, πατώ το κουμπί.Ja, wir gehen rein, drücken auf den Knopf.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu πατώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πατάω, πατώπατάμε, πατούμεπατιέμαιπατιόμαστε
πατάςπατάτεπατιέσαιπατιέστε, πατιόσαστε
πατάει, πατάπατάν(ε), πατούν(ε)πατιέταιπατιούνται, πατιόνται
Imper
fekt
πατούσα, πάταγαπατούσαμε, πατάγαμεπατιόμουν(α)πατιόμαστε, πατιόμασταν
πατούσες, πάταγεςπατούσατε, πατάγατεπατιόσουν(α)πατιόσαστε, πατιόσασταν
πατούσε, πάταγεπατούσαν(ε), πάταγαν, πατάγανεπατιόταν(ε)πατιόνταν(ε), πατιούνταν, πατιόντουσαν
Aoristπάτησαπατήσαμεπατήθηκαπατηθήκαμε
πάτησεςπατήσατεπατήθηκεςπατηθήκατε
πάτησεπάτησαν, πατήσαν(ε)πατήθηκεπατήθηκαν, πατηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω πατήσει
έχω πατημένο
έχουμε πατήσει
έχουμε πατημένο
έχω πατηθεί
είμαι πατημένος, -η
έχουμε πατηθεί
είμαστε πατημένοι, -ες
έχεις πατήσει
έχεις πατημένο
έχετε πατήσει
έχετε πατημένο
έχεις πατηθεί
είσαι πατημένος, -η
έχετε πατηθεί
είστε πατημένοι, -ες
έχει πατήσει
έχει πατημένο
έχουν πατήσει
έχουν πατημένο
έχει πατηθεί
είναι πατημένος, -η, -ο
έχουν πατηθεί
είναι πατημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα πατήσει
είχα πατημένο
είχαμε πατήσει
είχαμε πατημένο
είχα πατηθεί
ήμουν πατημένος, -η
είχαμε πατηθεί
ήμαστε πατημένοι, -ες
είχες πατήσει
είχες πατημένο
είχατε πατήσει
είχατε πατημένο
είχες πατηθεί
ήσουν πατημένος, -η
είχατε πατηθεί
ήσαστε πατημένοι, -ες
είχε πατήσει
είχε πατημένο
είχαν πατήσει
είχαν πατημένο
είχε πατηθεί
ήταν πατημένος, -η, -ο
είχαν πατηθεί
ήταν πατημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πατάω, θα πατώθα πατάμε, θα πατούμεθα πατιέμαιθα πατιόμαστε
θα πατάςθα πατάτεθα πατιέσαιθα πατιέστε, θα πατιόσαστε
θα πατάει, θα πατάθα πατάν(ε), θα πατούν(ε)θα πατιέταιθα πατιούνται, θα πατιόνται
Fut
ur
θα πατήσωθα πατήσουμε, θα πατήσομεθα πατηθώθα πατηθούμε
θα πατήσειςθα πατήσετεθα πατηθείςθα πατηθείτε
θα πατήσειθα πατήσουν(ε)θα πατηθείθα πατηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πατήσει
θα έχω πατημένο
θα έχουμε πατήσει
θα έχουμε πατημένο
θα έχω πατηθεί
θα είμαι πατημένος, -η
θα έχουμε πατηθεί
θα είμαστε πατημένοι, -ες
θα έχεις πατήσει
θα έχεις πατημένο
θα έχετε πατήσει
θα έχετε πατημένο
θα έχεις πατηθεί
θα είσαι πατημένος, -η
θα έχετε πατηθεί
θα είστε πατημένοι, -ες
θα έχει πατήσει
θα έχει πατημένο
θα έχουν πατήσει
θα έχουν πατημένο
θα έχει πατηθεί
θα είναι πατημένος, -η, -ο
θα έχουν πατηθεί
θα είναι πατημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πατάω, να πατώνα πατάμε, να πατούμενα πατιέμαινα πατιόμαστε
να πατάςνα πατάτενα πατιέσαινα πατιέστε, να πατιόσαστε
να πατάει, να πατάνα πατάν(ε), να πατούν(ε)να πατιέταινα πατιούνται, να πατιόνται
Aoristνα πατήσωνα πατήσουμε, να πατήσομενα πατηθώνα πατηθούμε
να πατήσειςνα πατήσετενα πατηθείςνα πατηθείτε
να πατήσεινα πατήσουν(ε)να πατηθείνα πατηθούν(ε)
Perfνα έχω πατήσει
να έχω πατημένο
να έχουμε πατήσει
να έχουμε πατημένο
να έχω πατηθεί
να είμαι πατημένος, -η
να έχουμε πατηθεί
να είμαστε πατημένοι, -ες
να έχεις πατήσει
να έχεις πατημένο
να έχετε πατήσει
να έχετε πατημένο
να έχεις πατηθεί
να είσαι πατημένος, -η
να έχετε πατηθεί
να είστε πατημένοι, -η
να έχει πατήσει
να έχει πατημένο
να έχουν πατήσει
να έχουν πατημένο
να έχει πατηθεί
να είναι πατημένος, -η, -ο
να έχουν πατηθεί
να είναι πατημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπάτα, πάταγεπατάτεπατιέστε
Aoristπάτησε, πάταπατήστεπατήσουπατηθείτε
Part
izip
Presπατώντας
Perfέχοντας πατήσει, έχοντας πατημένοπατημένος, -η, -οπατημένοι, -ες, -α
InfinAoristπατήσειπατηθεί















Griechische Definition zu πατώ

πατώ [pató] & -άω, -ιέμαι : 1α. βάζω τα πέλματα των ποδιών μου πάνω σε κτ. και στηρίζομαι ή περπατώ: Mην πατάς στις λάσπες. Πρόσεχε πού πατάς. Mην πατάς ξυπόλυτος. Πατάω στις μύτες* των ποδιών μου. (έκφρ.) πατάει γερά στη γη*. όσο πατάει η γάτα / το πόδι της μύγας, πάρα πολύ λίγο, ελάχιστα (συχνά για χώρο, έκταση). β. έρχομαι, πηγαίνω ή εμφανίζομαι κάπου (συνήθ. σε αρνητικές προτάσεις): Δεν πατάει στην εκκλησία. Ούτε που τόλμησε να πατήσει από δω. Aπ΄ το πρωί δεν πάτησε πελάτης στο μαγαζί. (έκφρ.) πατώ το πόδι μου κάπου, πηγαίνω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι κάπου: Έχει τρεις μήνες να πατήσει το πόδι του στη δουλειά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback