παίζω Verb  [pezo, paizw]

  Verb
(556)
  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(1)

Etymologie zu παίζω

παίζω altgriechisch παίζω παῖς proto-griechisch *pā́wits indoeuropäisch (Wurzel) *péh₂wids *peh₂u-


GriechischDeutsch
Στις επαφές μου με το Κοινοβούλιο πάντοτε προσπαθώ να παίζω πολύ ανοιχτά. Δεν κρατώ τα χαρτιά μου κλειστά.Wenn ich mit dem Parlament zu tun habe, versuche ich immer mit offenen Karten zu spielen und sie nicht verborgen zu halten.

Übersetzung bestätigt

Σόνα, είσαι η αγαπημένη μου ηρωίδα και λατρεύω να παίζω ως υποστήριξη, αλλά ΕΣΕΝΑ γιατί σου αρέσει να παίζεις ως υποστήριξη;Sona, du bist meine Lieblings-Championesse und ich liebe es, den Support zu spielen. Aber was magst DU am Support-Spiel?

Übersetzung nicht bestätigt

Τώρα ήταν πραγματικά εκπληκτικό, με όλες αυτές τις κλίμακες, Ντέρεκ, δεν μπορούσες να παίξεις μόνο την "Πτήση της Μέλισσας" στο συνηθισμένο κλειδί, αλλά οποιαδήποτε νότα παίζω, ο Ντέρεκ μπορεί να παίξει στη νότα αυτήν.Nun war die wirklich erstaunliche Sache, mit all' diesen Tonleitern, Derek, dass du nicht nur den "Hummelflug" in der normalen Tonart spielen konntest, sondern auf jedem Ton, den ich spiele, kann Derek dieses Stück spielen.

Übersetzung nicht bestätigt

Θα θέλατε να με ακούσετε να παίζω;Möchten Sie mich spielen hören?

Übersetzung nicht bestätigt

Πηγαίνετε στο playin 'την έξοδό σας o' τις πόρτες κάθε μέρα ένα "εσείς θα πάρετε κάποια σάρκα στα οστά σας ένα "δεν θα είναι τόσο φωνακλάς." "Δεν παίζω", είπε η Μαρία.Sie gehen auf playin 'Sie o' Türen jeden Tag ein "du wirst etwas Fleisch auf den Knochen zu bekommen 'Sie wird nicht so yeller. " Ich weiß nicht spielen ", sagte Mary.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu παίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παίζωπαίζουμε, παίζομεπαίζομαιπαιζόμαστε
παίζειςπαίζετεπαίζεσαιπαίζεστε, παιζόσαστε
παίζειπαίζουν(ε)παίζεταιπαίζονται
Imper
fekt
έπαιζαπαίζαμεπαιζόμουν(α)παιζόμαστε, παιζόμασταν
έπαιζεςπαίζατεπαιζόσουν(α)παιζόσαστε, παιζόσασταν
έπαιζεέπαιζαν, παίζαν(ε)παιζόταν(ε)παίζονταν, παιζόντανε, παιζόντουσαν
Aoristέπαιξαπαίξαμεπαίχτηκαπαιχτήκαμε
έπαιξεςπαίξατεπαίχτηκεςπαιχτήκατε
έπαιξεέπαιξαν, παίξαν(ε)παίχτηκεπαίχτηκαν, παιχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παίξει
έχω παιγμένο
έχουμε παίξει
έχουμε παιγμένο
έχω παιχτεί
είμαι παιγμένος, -η
έχουμε παιχτεί
είμαστε παιγμένοι, -ες
έχεις παίξει
έχεις παιγμένο
έχετε παίξει
έχετε παιγμένο
έχεις παιχτεί
είσαι παιγμένος, -η
έχετε παιχτεί
είστε παιγμένοι, -ες
έχει παίξει
έχει παιγμένο
έχουν παίξει
έχουν παιγμένο
έχει παιχτεί
είναι παιγμένος, -η, -ο
έχουν παιχτεί
είναι παιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα παίξει
είχα παιγμένο
είχαμε παίξει
είχαμε παιγμένο
είχα παιχτεί
ήμουν παιγμένος, -η
είχαμε παιχτεί
ήμαστε παιγμένοι, -ες
είχες παίξει
είχες παιγμένο
είχατε παίξει
είχατε παιγμένο
είχες παιχτεί
ήσουν παιγμένος, -η
είχατε παιχτεί
ήσαστε παιγμένοι, -ες
είχε παίξει
είχε παιγμένο
είχαν παίξει
είχαν παιγμένο
είχε παιχτεί
ήταν παιγμένος, -η, -ο
είχαν παιχτεί
ήταν παιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παίζωθα παίζουμε, θα παίζομεθα παίζομαιθα παιζόμαστε
θα παίζειςθα παίζετεθα παίζεσαιθα παίζεστε, θα παιζόσαστε
θα παίζειθα παίζουν(ε)θα παίζεταιθα παίζονται
Fut
ur
θα παίξωθα παίξουμε, θα παίξομεθα παιχτώθα παιχτούμε
θα παίξειςθα παίξετεθα παιχτείςθα παιχτείτε
θα παίξειθα παίξουν(ε)θα παιχτείθα παιχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παίξει
θα έχω παιγμένο
θα έχουμε παίξει
θα έχουμε παιγμένο
θα έχω παιχτεί
θα είμαι παιγμένος, -η
θα έχουμε παιχτεί
θα είμαστε παιγμένοι, -ες
θα έχεις παίξει
θα έχεις παιγμένο
θα έχετε παίξει
θα έχετε παιγμένο
θα έχεις παιχτεί
θα είσαι παιγμένος, -η
θα έχετε παιχτεί
θα είστε παιγμένοι, -ες
θα έχει παίξει
θα έχει παιγμένο
θα έχουν παίξει
θα έχουν παιγμένο
θα έχει παιχτεί
θα είναι παιγμένος, -η, -ο
θα έχουν παιχτεί
θα είναι παιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παίζωνα παίζουμε, να παίζομενα παίζομαινα παιζόμαστε
να παίζειςνα παίζετενα παίζεσαινα παίζεστε, να παιζόσαστε
να παίζεινα παίζουν(ε)να παίζεταινα παίζονται
Aoristνα παίξωνα παίξουμε, να παίξομενα παιχτώνα παιχτούμε
να παίξειςνα παίξετενα παιχτείςνα παιχτείτε
να παίξεινα παίξουν(ε)να παιχτείνα παιχτούν(ε)
Perf να έχω παίξει
να έχω παιγμένο
να έχουμε παίξει
να έχουμε παιγμένο
να έχω παιχτεί
να είμαι παιγμένος, -η
να έχουμε παιχτεί
να είμαστε παιγμένοι, -ες
να έχεις παίξει
να έχεις παιγμένο
να έχετε παίξει
να έχετε παιγμένο
να έχεις παιχτεί
να είσαι παιγμένος, -η
να έχετε παιχτεί
να είστε παιγμένοι, -ες
να έχει παίξει
να έχει παιγμένο
να έχουν παίξει
να έχουν παιγμένο
να έχει παιχτεί
να είναι παιγμένος, -η, -ο
να έχουν παιχτεί
να είναι παιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπαίζεπαίζετεπαίζεστε
Aoristπαίξεπαίξτε, παίχτεπαίξουπαιχτείτε
Part
izip
Presπαίζοντας
Perfέχοντας παίξει, έχοντας παιγμένοπαιγμένος, -η, -οπαιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristπαίξειπαιχτεί











Griechische Definition zu παίζω

παίζω [pézo] -ομαι : I1.απασχολούμαι με κτ. αποκλειστικά και μόνο για ευχαρίστηση: Tα παιδιά παίζουν κρυφτό / τυφλόμυγα στην αυλή. Tα γατάκια παίζουν μ΄ ένα κουβάρι μαλλί. Παίζει με την κούκλα της όλη μέ ρα και δε μελετάει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback