{η}  ομορφιά Subst.  [omorfia]

{die}    Subst.
(2120)

Etymologie zu ομορφιά

ομορφιά mittelgriechisch ομορφιά ομορφία εμορφία altgriechisch εὐμορφία εὔμορφος εὖ + μορφή


GriechischDeutsch
Χαρακτηριστικό ή συνιστώσα του φυσικού περιβάλλοντος που έχει αξία για την κάλυψη των αναγκών του ανθρώπου, π.χ. έδαφος, νερό, φυτά, άγρια ζώα κ.τλ. Ορισμένοι φυσικοί πόροι έχουν οικονομική αξία (π.χ. ξυλεία), ενώ άλλοι έχουν “μη οικονομική” αξία (π.χ. ομορφιά του τοπίου).Ein Merkmal oder eine Komponente der natürlichen Umwelt, deren Wert in der Befriedigung menschlicher Bedürfnisse besteht, z. B. Boden, Wasser, Pflanzen, Tiere usw. Manche natürliche Ressourcen haben einen wirtschaftlichen Wert (z. B. Holz), während andere einen ‚nichtwirtschaftlichen‘ Wert haben (z. B. landschaftliche Schönheit).

Übersetzung bestätigt

Παρότι το εν λόγω πρότυπο εκτίμησης του κινηματογράφου στα σχολεία ενδέχεται να μη λειτουργήσει, η ΕΟΚΕ φρονεί πως θα πρέπει να δημιουργηθούν πρότυπα και εκστρατείες που θα αναδεικνύουν την επιτυχία, την ομορφιά και την τέχνη του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.Das gängige Modell für mehr Wertschätzung des Films funktioniert in Schulen möglicherweise nicht, weshalb der EWSA vorschlägt, Modelle und Kampagnen zu initiieren, die den Erfolg, die Schönheit und die Kunst des europäischen Films hervorheben.

Übersetzung bestätigt

Η ευρωπαϊκή γεωργία αποσκοπεί όχι μόνο στην παραγωγή υγιεινών και καλής ποιότητας γεωργικών προϊόντων για διατροφική ή άλλη χρήση, αλλά εκπληρώνει και ένα βασικό ρόλο στη χρησιμοποίηση και την ανάπτυξη του εδάφους, στη διατήρηση της απασχόλησης και στην αναζωογόννηση της υπαίθρου, του πολιτισμού και των τοπικών παραδόσεων, των φυσικών πόρων και του περιβάλλοντος και στην ομορφιά των τοπίων.Die europäische Landwirtschaft ist nicht nur dazu berufen, gesunde und qualitativ hochwertige landwirtschaftliche (Nahrungsund Nichtnahrungs-)Erzeugnisse herzustellen, sondern sie spielt auch eine bedeutende Rolle bei der Besiedlung und Entwicklung des Raumes, der Erhaltung von Arbeitsplätzen und lebendigen Gemeinwesen im ländlichen Raum, der Erhaltung der lokalen Kultur und Traditionen, der natürlichen Ressourcen, der Umwelt und der landschaftlichen Schönheit.

Übersetzung bestätigt

Η ευρωπαϊκή γεωργία αποσκοπεί όχι μόνο στην παραγωγή υγιεινών και καλής ποιότητας γεωργικών προϊόντων για διατροφική ή άλλη χρήση, αλλά επίσης εκπληρώνει ένα βασικό ρόλο στη χρησιμοποίηση και την ανάπτυξη του εδάφους, στη διατήρηση της απασχόλησης και στην αναζωογόνηση της υπαίθρου, του πολιτισμού και των τοπικών παραδόσεων, των φυσικών πόρων και του περιβάλλοντος και στην ομορφιά των τοπίων.Die europäische Landwirtschaft ist nicht nur dazu berufen, gesunde und qualitativ hochwertige landwirtschaftliche (Nahrungsund Nichtnahrungs-)Erzeugnisse herzustellen, sondern sie spielt auch eine bedeutende Rolle bei der Besiedlung und Entwicklung des Raumes, der Erhaltung von Arbeitsplätzen und lebendigen Gemeinwesen im ländlichen Raum, der Erhaltung der lokalen Kultur und Traditionen, der natürlichen Ressourcen, der Umwelt und der landschaftlichen Schönheit.

Übersetzung bestätigt

Οι κάτοικοι των μειονεκτικών περιοχών είναι συχνά ιδιαιτέρως περήφανοι για την ιστορία, τις παραδόσεις και την ομορφιά των τοπίων της "περιοχής τους" , γεγονός από το οποίο δημιουργούνται μεγάλες δυνατότητες για την περιφερειακή ανάπτυξη.Die Menschen in den benachteiligten Gebieten sind häufig besonders stolz auf die Geschichte, die Tradition und die landschaftliche Schönheit "ihrer" Region, woraus sich auch große Potenziale für die regionale Entwicklung ergeben.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
κάλλος
ομορφάδα
ωραιότητα
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu ομορφιά

ομορφιά η [omorfxá] : η ιδιότητα του όμορφου ανθρώπου, πράγματος κτλ.· ωραιότητα. ANT ασχήμια: H ομορφιά ενός τόπου / ενός ανθρώπου. Φυσική / ψυχική ομορφιά. Εσωτερική ομορφιά, για τα ψυχικά χαρίσματα που διαθέτει κάποιος: Mπορεί να μην είναι τόσο όμορφη, όμως διαθέτει εσωτερική ομορφιά. α. (πληθ.) για χώρους, τοπία κτλ., που διακρίνονται για την ομορφιά τους: Οι ομορφιές μιας χώρας / μιας πόλης. Tουρίστες που έρχονται να απολαύσουν τις ομορφιές της πατρίδας μας. β. η ομορφιά του ανθρώπινου σώματος και ιδίως του προσώπου. ANT δυσμορφία: Γυναικεία / αντρική / αρρενωπή ομορφιά. Mεθυστική / αιθέρια / θεϊκή / κλασική ομορφιά. Mάσκα ομορφιάς. Θεά της ομορφιάς, η Aφροδίτη. Διαγωνισμός ομορφιάς, τα καλλιστεία. (έκφρ.) είναι κάποιος στις ομορφιές του (σήμερα), είναι ιδιαίτερα όμορφος και περιποιημένος.

[μσν. ομορφιά < ομορφία (συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < εμορφία ( [e > o] κατά το όμορφος) < αρχ. εὐμορφία με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback