ξενώνω Verb  [ksenono, ksenwnw]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu ξενώνω.



Griechische Definition zu ξενώνω

ξενώνω· προστ. αορ. ξενώθησε.

I. Ενεργ.
1)
 
α1) Αναγκάζω κάπ. να φύγει μακριά από την πατρίδα, εξορίζω:
να την ξενώσεις εις μακρούς τόπους να μην την βλέπω (Φλώρ. 1084
α2) (συνεκδ. για εκούσια απομάκρυνση):
την κόρην οπού εξένωσεν ίδιους εκ τα δικά των (Φλώρ. 1522
β) (σε μεταφ. προκ. για την εκδίωξη του ανθρώπου από τον Παράδεισο):
(Νεόφ. Έγκλ. Β́ 17
γ) απομακρύνω, αποσπώ κάπ. από κάπου·
(εδώ σε μεταφ.):
η ζηλοφθονία … εργάζεται … να με ξενώσει εκ το σκαλίν της Ευτυχοτυχίας (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 24).
2)
α) Απομακρύνω κάπ. από τους δικούς του, τον κάνω να τους αποχωριστεί:
με ξένωσε η τύχη μου από σένα (Λίβ. N 3561β) (μεταφ.) απομακρύνω, αποξενώνω:
ως σκλάβαν με επουλήσασιν διά να με ξενώσουν καθόλου απέ τον πόθον σου (Φλώρ. 1021
γ) (μεταφ. για συναισθήματα, εμπειρίες) αποβάλλω, διώχνω:
τους οπίσω πικρασμούς ρίψε, ξενώθησέ τους (Λίβ. Sc. 1223).
3) Αφαιρώ, αποστερώ από κάπ. κ.:
ειδέ και τολμήσει … να τα επάρει (ενν. όσα πράγματα … αφιερώθησαν) και ξενώσει εκ τον ναόν … (Μαλαξός, Νομοκ. 198· Χίκα, Μονωδ. 90).
4) (Εδώ) στερώ από κάπ. τη συμμετοχή του σε κ., τον εξαιρώ, τον αποκλείω:
ο Θεός εξαρχής εξένωσε τον πατριάρχην αυτών (ενν. των Αγαρηνών) και αυτούς της διαθήκης αυτού (Ψευδο-Σφρ. 46626).
5) (Νομ.) εκχωρώ, μεταβιβάζω σε τρίτο πρόσωπο το δικαίωμα κυριότητας πράγματος, που παράνομα το κατέχω (για να μην το διεκδικήσει ο νόμιμος κάτοχος):
(Ασσίζ. 42727).
II. Μέσ.
1)
α) Ξενιτεύομαι:
μετά σου να ξενωθώ … εις χώρας ξένας (Βέλθ. 61
β) (σε μεταφ. προκ. για την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Παράδεισο):
(Νεόφ. Έγκλ. Β́́ 32).
2) Φεύγω μακριά, απομακρύνομαι από κάπ. ή κ., αποχωρίζομαι (με επόμ. γεν. ή από + αιτιατ.):
το μονωθήναι και ξενωθήναι των πολλών ανάπαυσιν ευρίσκει (Καλλίμ. 2263· Φλώρ. 240).
3) (Μεταφ. προκ. για την αγάπη) χάνομαι, σβήνω:
(Χρον. Τόκκων 3019).
4) (Μεταφ.· εδώ προκ. για την ψυχή) εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι:
από αφηγήματος να ξενωθεί η ψυχή σου (Λίβ. P 636).
Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ξενιτεμένος και (συνεκδ.) στερημένος από όλα:
(Φλώρ. 1545).
[αρχ. ξενόω. Η λ. στο Βλάχ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback