I. Ενεργ.
1) α1) Αναγκάζω κάπ. να φύγει μακριά από την πατρίδα, εξορίζω
: να την ξενώσεις εις μακρούς τόπους να μην την βλέπω (Φλώρ. 1084)·
α2) (συνεκδ. για εκούσια απομάκρυνση)
: την κόρην οπού εξένωσεν ίδιους εκ τα δικά των (Φλώρ. 1522)·
β) (σε μεταφ. προκ. για την εκδίωξη του ανθρώπου από τον Παράδεισο)
: (Νεόφ. Έγκλ. Β́ 17)·
γ) απομακρύνω, αποσπώ κάπ. από κάπου·
(εδώ σε μεταφ.)
: η ζηλοφθονία … εργάζεται … να με ξενώσει εκ το σκαλίν της Ευτυχοτυχίας (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 24).
2) α) Απομακρύνω κάπ. από τους δικούς του, τον κάνω να τους αποχωριστεί
: με ξένωσε η τύχη μου από σένα (Λίβ. N 3561)· β) (μεταφ.) απομακρύνω, αποξενώνω:
ως σκλάβαν με επουλήσασιν διά να με ξενώσουν καθόλου απέ τον πόθον σου (Φλώρ. 1021)·
γ) (μεταφ. για συναισθήματα, εμπειρίες) αποβάλλω, διώχνω
: τους οπίσω πικρασμούς ρίψε, ξενώθησέ τους (Λίβ. Sc. 1223).
3) Αφαιρώ, αποστερώ από κάπ. κ.
: ειδέ και τολμήσει … να τα επάρει (ενν. όσα πράγματα … αφιερώθησαν) και ξενώσει εκ τον ναόν … (Μαλαξός, Νομοκ. 198· Χίκα, Μονωδ. 90).
4) (Εδώ) στερώ από κάπ. τη συμμετοχή του σε κ., τον εξαιρώ, τον αποκλείω
: ο Θεός εξαρχής εξένωσε τον πατριάρχην αυτών (ενν. των Αγαρηνών) και αυτούς της διαθήκης αυτού (Ψευδο-Σφρ. 46626).
5) (Νομ.) εκχωρώ, μεταβιβάζω σε τρίτο πρόσωπο το δικαίωμα κυριότητας πράγματος, που παράνομα το κατέχω (για να μην το διεκδικήσει ο νόμιμος κάτοχος)
: (Ασσίζ. 42727).
II. Μέσ.
1) α) Ξενιτεύομαι
: μετά σου να ξενωθώ … εις χώρας ξένας (Βέλθ. 61)·
β) (σε μεταφ. προκ. για την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Παράδεισο)
: (Νεόφ. Έγκλ. Β́́ 32).
2) Φεύγω μακριά, απομακρύνομαι από κάπ. ή κ., αποχωρίζομαι (με επόμ. γεν. ή
από + αιτιατ.)
: το μονωθήναι και ξενωθήναι των πολλών ανάπαυσιν ευρίσκει (Καλλίμ. 2263· Φλώρ. 240).
3) (Μεταφ. προκ. για την αγάπη) χάνομαι, σβήνω
: (Χρον. Τόκκων 3019).
4) (Μεταφ.· εδώ προκ. για την ψυχή) εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι
: από αφηγήματος να ξενωθεί η ψυχή σου (Λίβ. P 636).
[αρχ. ξενόω. Η λ. στο Βλάχ.]