ντύνω Verb  [ntino, ntynw]

  Verb
(3)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ντύνω

ντύνω ενδύω (Katharevousa) ένδυ(ση) + ω


GriechischDeutsch
Είναι σα να ντύνω μια μεγάλη κούκλα.Es ist, als würde man eine schöne große Puppe anziehen.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν μπορώ να σε ντύνω...Ich darf dich nicht anziehen.

Übersetzung nicht bestätigt

Πρέπει να την κουβαλάω, στην τουαλέτα έξω, να την ξεντύνω το βράδυ, να την ντύνω τα πρωινά...Ich muss sie zur Toilette tragen, Abends ausziehen, anziehen am Morgen...

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ντύνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ντύνωντύνουμε, ντύνομεντύνομαιντυνόμαστε
ντύνειςντύνετεντύνεσαιντύνεστε, ντυνόσαστε
ντύνειντύνουν(ε)ντύνεταιντύνονται
Imper
fekt
έντυναντύναμεντυνόμουν(α)ντυνόμαστε, ντυνόμασταν
έντυνεςντύνατεντυνόσουν(α)ντυνόσαστε, ντυνόσασταν
έντυνεέντυναν, ντύναν(ε) ντυνόταν(ε)ντύνονταν, ντυνόντανε, ντυνόντουσαν
Aoristέντυσαντύσαμεντύθηκαντυθήκαμε
έντυσεςντύσατεντύθηκεςντυθήκατε
έντυσεέντυσαν, ντύσαν(ε) ντύθηκεντύθηκαν, ντυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ντύσει
έχω ντυμένο
έχουμε ντύσει
έχουμε ντυμένο
έχω ντυθεί
είμαι ντυμένος, -η
έχουμε ντυθεί
είμαστε ντυμένοι, -ες
έχεις ντύσει
έχεις ντυμένο
έχετε ντύσει
έχετε ντυμένο
έχεις ντυθεί
είσαι ντυμένος, -η
έχετε ντυθεί
είστε ντυμένοι, -ες
έχει ντύσει
έχει ντυμένο
έχουν ντύσει
έχουν ντυμένο
έχει ντυθεί
είναι ντυμένος, -η, -ο
έχουν ντυθεί
είναι ντυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ντύσει
είχα ντυμένο
είχαμε ντύσει
είχαμε ντυμένο
είχα ντυθεί
ήμουν ντυμένος, -η
είχαμε ντυθεί
ήμαστε ντυμένοι, -ες
είχες ντύσει
είχες ντυμένο
είχατε ντύσει
είχατε ντυμένο
είχες ντυθεί
ήσουν ντυμένος, -η
είχατε ντυθεί
ήσαστε ντυμένοι, -ες
είχε ντύσει
είχε ντυμένο
είχαν ντύσει
είχαν ντυμένο
είχε ντυθεί
ήταν ντυμένος, -η, -ο
είχαν ντυθεί
ήταν ντυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ντύνωθα ντύνουμε, θα ντύνομεθα ντύνομαιθα ντυνόμαστε
θα ντύνειςθα ντύνετεθα ντύνεσαιθα ντύνεστε/θα ντυνόσαστε
θα ντύνειθα ντύνουνθα ντύνεταιθα ντύνονται
Fut
ur
θα ντύσωθα ντύσουμε, θα ντύσομεθα ντυθώθα ντυθούμε
θα ντύσειςθα ντύσετεθα ντυθείςθα ντυθείτε
θα ντύσειθα ντύσουνθα ντυθείθα ντυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ντύσει
θα έχω ντυμένο
θα έχουμε ντύσει
θα έχουμε ντυμένο
θα έχω ντυθεί
θα είμαι ντυμένος, -η
θα έχουμε ντυθεί
θα είμαστε ντυμένοι, -ες
θα έχεις ντύσει
θα έχεις ντυμένο
θα έχετε ντύσει
θα έχετε ντυμένο
θα έχεις ντυθεί
θα είσαι ντυμένος, -η
θα έχετε ντύσει
θα είστε ντυμένοι, -ες
θα έχει ντύσει
θα έχει ντυμένο
θα έχουν ντύσει
θα έχουν ντυμένο
θα έχει ντυθεί
θα είναι ντυμένος, -η, -ο
θα έχουν ντυθεί
θα είναι ντυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ντύνωνα ντύνουμε, να ντύνομενα ντύνομαινα ντυνόμαστε
να ντύνειςνα ντύνετενα ντύνεσαινα ντύνεστε
να ντυνόσαστε
να ντύνεινα ντύνουννα ντύνεταινα ντύνονται
Aoristνα ντύσωνα ντύσουμε, να ντύσομενα ντυθώνα ντυθούμε
να ντύσειςνα ντύσετενα ντυθείςνα ντυθείτε
να ντύσεινα ντύσουννα ντυθείνα ντυθούν(ε)
Perfνα έχω ντύσει
να έχω ντυμένο
να έχουμε ντύσει
να έχουμε ντυμένο
να έχω ντυθεί
να είμαι ντυμένος, -η
να έχουμε ντυθεί
να είμαστε ντυμένοι, -ες
να έχεις ντύσει
να έχεις ντυμένο
να έχετε ντύσει
να έχετε ντυμένο
να έχεις ντυθεί
να είσαι ντυμένος, -η
να έχετε ντυθεί
να είστε ντυμένοι, -ες
να έχει ντύσει
να έχει ντυμένο
να έχουν ντύσει
να έχουν ντυμένο
να έχει ντυθεί
να είναι ντυμένος, -η, -ο
να έχουν ντυθεί
να είναι ντυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presντύνεντύνετε ντύνεστε
Aoristντύσεντύσετε, ντύστεντύσουντυθείτε
Part
izip
Presντύνοντας
Perfέχοντας ντύσει
έχοντας ντυμένο
ντυμένος, -η, -οντυμένοι, -ες, -α
InfinAoristντύσειντυθεί











Griechische Definition zu ντύνω

ντύνω [díno] -ομαι Ρ αόρ. έντυσα, απαρέμφ. ντύσει, παθ. αόρ. ντύθηκα, απαρέμφ. ντυθεί, μππ. ντυμένος : I1α.βάζω σε κπ. τα ρούχα του, του τα φορώ. ANT γδύνω: ντύνω το παιδί. Tο παιδί ντύνει την κούκλα του. ντύνω τον εαυτό μου, ντύνομαι. Πρέπει να μάθεις να ντύνεσαι μόνος σου. Tο πρωί ντύνομαι πολύ γρήγορα. β1. φορώ σε κπ. ή του επιβάλλω να φορέσει αυτό ή εκείνο το είδος των ρούχων, με αυτόν ή με εκείνον τον τρόπο: Όταν πέθανε ο πατέρας της, την έντυσαν στα μαύρα. || Nτύθηκα ελαφρά / βαριά / χειμωνιάτικα / καλοκαιρινά / στα κόκκινα. Είναι ντυμένη προκλητικά / σεμνά / καλά / επίσημα / πρόχειρα. Είναι πάντοτε ντυμένος στην τρίχα* / στην πένα*. || Nτύθηκε νύφη / γαμπρός, φόρεσε νυφικά / γαμπριάτικα ρούχα για να παντρευτεί. || (απόλ.) ντύνομαι κατάλληλα για μια συγκεκριμένη περίπτωση: Πρέπει να ντυθώ για να βγω έξω. Θα αγοράσω ένα μαύρο παλτό / κοστούμι για να είμαι πάντα ντυμένος. Aυτή η γυναίκα δεν ξέρει να ντυθεί. β2. (οικ.) για κατάταξη στο στρατό: Tον έντυσαν (φαντάρο / στρατιώτη). Πότε θα ντυθείς; β3. μεταμφιέζω, μασκαρεύω: Tον έντυσαν πιερότο / φουστανελά. Tι θα ντυθείς φέτος την Aποκριά; [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback