νοικιάζω Verb  [nikiazo, noikiazw]

  Verb
(6)
  Verb
(3)

Etymologie zu νοικιάζω

νοικιάζω ενοικιάζω με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος


GriechischDeutsch
Θα έπρεπε να το νοικιάζω για $4,300 το μήνα, παρ' ότι πιθανόν τα αντίστοιχα ενοίκια στην αγορά να ήταν μόλις $3,000.Nun müsste ich es vermieten für $ 4.300 pro Monat, auch obwohl vielleicht die Marktmieten sind nur bei $ 3.000.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu νοικιάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
νοικιάζωνοικιάζουμε, νοικιάζομενοικιάζομαινοικιαζόμαστε
νοικιάζειςνοικιάζετενοικιάζεσαινοικιάζεστε, νοικιαζόσαστε
νοικιάζεινοικιάζουν(ε)νοικιάζεταινοικιάζονται
Imper
fekt
νοίκιαζανοικιάζαμενοικιαζόμουν(α)νοικιαζόμαστε, νοικιαζόμασταν
νοίκιαζεςνοικιάζατενοικιαζόσουν(α)νοικιαζόσαστε, νοικιαζόσασταν
νοίκιαζενοίκιαζαν, νοικιάζαν(ε)νοικιαζόταν(ε)νοικιάζονταν, νοικιαζόντανε, νοικιαζόντουσαν
Aoristνοίκιασανοικιάσαμενοικιάστηκανοικιαστήκαμε
νοίκιασεςνοικιάσατενοικιάστηκεςνοικιαστήκατε
νοίκιασενοίκιασαν, νοικιάσαν(ε)νοικιάστηκενοικιάστηκαν, νοικιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω νοικιάσει
έχω νοικιασμένο
έχουμε νοικιάσει
έχουμε νοικιασμένο
έχω νοικιαστεί
είμαι νοικιασμένος, -η
έχουμε νοικιαστεί
είμαστε νοικιασμένοι, -ες
έχεις νοικιάσει
έχεις νοικιασμένο
έχετε νοικιάσει
έχετε νοικιασμένο
έχεις νοικιαστεί
είσαι νοικιασμένος, -η
έχετε νοικιαστεί
είστε νοικιασμένοι, -ες
έχει νοικιάσει
έχει νοικιασμένο
έχουν νοικιάσει
έχουν νοικιασμένο
έχει νοικιαστεί
είναι νοικιασμένος, -η, -ο
έχουν νοικιαστεί
είναι νοικιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα νοικιάσει
είχα νοικιασμένο
είχαμε νοικιάσει
είχαμε νοικισμένο
είχα νοικιαστεί
ήμουν νοικιασμένος, -η
είχαμε νοικιαστεί
ήμαστε νοικιασμένοι, -ες
είχες νοικιάσει
είχες νοικιασμένο
είχατε νοικιάσει
είχατε νοικιασμένο
είχες νοικιαστεί
ήσουν νοικιασμένος, -η
είχατε νοικιαστεί
ήσαστε νοικιασμένοι, -ες
είχε νοικιάσει
είχε νοικιασμένο
είχαν νοικιάσει
είχαν νοικιασμένο
είχε νοικιαστεί
ήταν νοικιασμένος, -η, -ο
είχαν νοικιαστεί
ήταν νοικιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα νοικιάζωθα νοικιάζουμε, θα νοικιάζομεθα νοικιάζομαιθα νοικιαζόμαστε
θα νοικιάζειςθα νοικιάζετεθα νοικιάζεσαιθα νοικιάζεστε, θα νοικιαζόσαστε
θα νοικιάζειθα νοικιάζουν(ε)θα νοικιάζεταιθα νοικιάζονται
Fut
ur
θα νοικιάσωθα νοικιάσουμε, θα νοικιάζομεθα νοικιαστώθα νοικιαστούμε
θα νοικιάσειςθα νοικιάσετεθα νοικιαστείςθα νοικιαστείτε
θα νοικιάσειθα νοικιάσουν(ε)θα νοικιαστείθα νοικιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω νοικιάσει
θα έχω νοικιασμένο
θα έχουμε νοικιάσει
θα έχουμε νοικιασμένο
θα έχω νοικιαστεί
θα είμαι νοικιασμένος, -η
θα έχουμε νοικιαστεί
θα είμαστε νοικιασμένοι, -ες
θα έχεις νοικιάσει
θα έχεις νοικιασμένο
θα έχετε νοικιάσει
θα έχετε νοικιασμένο
θα έχεις νοικιαστεί
θα είσαι νοικιασμένος, -η
θα έχετε νοικιαστεί
θα είστε νοικιασμένοι, -ες
θα έχει νοικιάσει
θα έχει νοικιασμένο
θα έχουν νοικιάσει
θα έχουν νοικιασμένο
θα έχει νοικιαστεί
θα είναι νοικιασμένος, -η, -ο
θα έχουν νοικιαστεί
θα είναι νοικιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να νοικιάζωνα νοικιάζουμε, να νοικιάζομενα νοικιάζομαινα νοικιαζόμαστε
να νοικιάζειςνα νοικιάζετενα νοικιάζεσαινα νοικιάζεστε, να νοικιαζόσαστε
να νοικιάζεινα νοικιάζουν(ε)να νοικιάζεταινα νοικιάζονται
Aoristνα νοικιάσωνα νοικιάσουμε, να νοικιάσομενα νοικιαστώνα νοικιαστούμε
να νοικιάσειςνα νοικιάσετενα νοικιαστείςνα νοικιαστείτε
να νοικιάσεινα νοικιάσουν(ε)να νοικιαστείνα νοικιαστούν(ε)
Perfνα έχω νοικιάσει
να έχω νοικιασμένο
να έχουμε νοικιάσει
να έχουμε νοικιασμένο
να έχω νοικιαστεί
να είμαι νοικιασμένος, -η
να έχουμε νοικιαστεί
να είμαστε νοικιασμένοι, -ες
να έχεις νοικιάσει
να έχεις νοικιασμένο
να έχετε νοικιάσει
να έχετε νοικιασμένο
να έχεις νοικιαστεί
να είσαι νοικιασμένος, -η
να έχετε νοικιαστεί
να είστε νοικιασμένοι, -ες
να έχει νοικιάσει
να έχει νοικιασμένο
να έχουν νοικιάσει
να έχουν νοικιασμένο
να έχει νοικιαστεί
να είναι νοικιασμένος, -η, -ο
να έχουν νοικιαστεί
να είναι νοικιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presνοίκιαζενοικιάζετενοικιάζεστε
Aoristνοίκιασενοικιάστενοικιάσουνοικιαστείτε
Part
izip
Presνοικιάζονταςνοικιαζόμενος
Perfέχοντας νοικιάσει, έχοντας νοικιασμένονοικιασμένος, -η, -ονοικιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristνοικιάσεινοικιαστεί







Griechische Definition zu νοικιάζω

νοικιάζω [nikázo] -ομαι : 1.(ενεργ., για πρόσ.) α. παραχωρώ σε κπ. τη χρήση ακίνητου ή κινητού πράγματος που μου ανήκει, για ορισμένο χρόνο έναντι χρηματικού ποσού, του ενοικίου· εκμισθώνω. ANT ξενοικιάζω: νοικιάζω το σπίτι μου / το χωράφι μου. Έχει γραφείο που νοικιάζει αυτοκίνητα. β. αποκτώ το δικαίωμα να χρησιμοποιώ ένα ακίνητο ή κινητό πράγμα, για ορισμένο χρόνο έναντι ενοικίου· μισθώνω: Zητώ να νοικιάσω διαμέρισμα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback