μονο- Adj.  [mono-]

(28)

GriechischDeutsch
Βενζοϊκού οξέος, 2-υδροξυ-, μονο-C>13-αλκυλο παραγώγων, άλατα ασβεστίου (2:1)Benzoesäure, 2-hydroxy-, mono-C>13-alkylderivate, Calciumsalze (2:1)

Übersetzung bestätigt

χλωρίδια των αιθέρων με πολυαιθυλενογλυκόλη των εστέρων 3-(3-καρβοξυ-1-οξοπροποξυ)μεθυλο-, διμεθυλο-, και σιλικονών μεSiloxane und Silicone, Dimethyl, 3-Hydroxypropylmethyl, Ester mit Ether mit Chloride

Übersetzung bestätigt

χλωρίδια των αιθέρων διμεθυλοκαι και σιλικονών με πολυαιθυλενογλυκόληSiloxane und Silicone, Dimethyl, 3-Hydroxypropylmethyl, Ether mit Chloride

Übersetzung bestätigt

χλωρίδια των αιθέρων διμεθυλοκαι και σιλικονών με μονο[[(3-(αμιδοπροπυλοεκ πολυαιθυλενογλυκόληSiloxane und Silicone, Dimethyl, 3-Hydroxypropylmethyl, Ether mit Chloride

Übersetzung bestätigt

αιθέρας με μονο(16-μεθυλοδεκαεπτανοϊκή) 1,2,3-προπανοτριόλη (2:1)Ether mit (2:1)

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

Noch keine Grammatik zu μονο.



Griechische Definition zu μονο

μονο- [mono] & μονό- [monó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μον- [mon], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από [o] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις, συνήθ. (ουσιαστικοποιημένα) επίθετα. 1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός και μόνο στοιχείου από αυτά που δηλώνει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό: μονοατομικός, μονοκινητήριος, μονόκλω νος, μονόκλινος, μονοσάνδαλος, μονόφθαλμος· μονοδύναμος, μονοσέλιδος, μονοσύλλαβος, μονοψήφιος, ANT πολυ-· μονοκόμματος· μονοκαλλιέργεια, μονοκοτυλήδονα· μονοθεϊσμός, μονοκατοικία, ANT πολυ-. || με αρνητική σημασία, όταν το στοιχείο του ενός και μόνου, όσον αφορά την ιδιότητα που συνεπάγεται το β' συνθετικό, δεν είναι το κανονικό ή το επιθυμητό: μονοδιάστατος, μονόπλευρος, μονότονος, μονόχνωτος. β. έχει διάρκεια μιας μόνο χρονικής μονάδας την οποία εκφράζει το β' συνθετικό: μονόλεπτος· μονοετής, μονόωρος, μονοήμερος. ANT πολυ-. γ. παρουσιάζει μόνο μία φορά αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό: μονόκαρπος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback