μεταβάλλω Verb  [metavallo, metaballw]

  Verb
(1)
(0)

Etymologie zu μεταβάλλω

μεταβάλλω altgriechisch μεταβάλλω μετά + βάλλω


GriechischDeutsch
Δεν είμαι αρμόδιος να μεταβάλλω τη σειρά εγγραφής στον κατάλογο των ομιλητών και τη σειρά των παρεμβάσεων.Ich bin nicht befugt, die Reihenfolge der Wortmeldungen zu ändern oder einen Beitrag vorzuziehen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu μεταβάλλω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεταβάλλωμεταβάλλουμε, μεταβάλλομεμεταβάλλομαιμεταβαλλόμαστε
μεταβάλλειςμεταβάλλετεμεταβάλλεσαιμεταβάλλεστε, μεταβαλλόσαστε
μεταβάλλειμεταβάλλουν(ε)μεταβάλλεταιμεταβάλλονται
Imper
fekt
μετέβαλλαμεταβάλλαμεμεταβαλλόμουν(α)μεταβαλλόμαστε
μετέβαλλεςμεταβάλλατεμεταβαλλόσουν(α)μεταβαλλόσαστε
μετέβαλλεμετέβαλλαν, μεταβάλλαν(ε)μεταβαλλόταν(ε)μεταβάλλονταν
Aoristμετέβαλαμεταβάλαμεμεταβλήθηκαμεταβληθήκαμε
μετέβαλεςμεταβάλατεμεταβλήθηκεςμεταβληθήκατε
μετέβαλεμετέβαλαν, μεταβάλαν(ε)μεταβλήθηκεμεταβλήθηκαν, μεταβληθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μεταβάλειέχουμε μεταβάλειέχω μεταβληθεί
είμαι μεταβεβλημένος, -η
έχουμε μεταβληθεί
είμαστε μεταβεβλημένοι, -ες
έχεις μεταβάλειέχετε μεταβάλειέχεις μεταβληθεί
είσαι μεταβεβλημένος, -η
έχετε μεταβληθεί
είστε μεταβεβλημένοι, -ες
έχει μεταβάλειέχουν μεταβάλειέχει μεταβληθεί
είναι μεταβεβλημένος, -η, -ο
έχουν μεταβληθεί
είναι μεταβεβλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μεταβάλειείχαμε μεταβάλειείχα μεταβληθεί
ήμουν μεταβεβλημένος, -η
είχαμε μεταβληθεί
ήμαστε μεταβεβλημένοι, -ες
είχες μεταβάλειείχατε μεταβάλειείχες μεταβληθεί
ήσουν μεταβεβλημένος, -η
είχατε μεταβληθεί
ήσαστε μεταβεβλημένοι, -ες
είχε μεταβάλειείχαν μεταβάλειείχε μεταβληθεί
ήταν μεταβεβλημένος, -η, -ο
είχαν μεταβληθεί
ήταν μεταβεβλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεταβάλλωθα μεταβάλλουμε, θα μεταβάλλομεθα μεταβάλλομαιθα μεταβαλλόμαστε
θα μεταβάλλειςθα μεταβάλλετεθα μεταβάλλεσαιθα μεταβάλλεστε, θα μεταβαλλόσαστε
θα μεταβάλλειθα μεταβάλλουν(ε)θα μεταβάλλεταιθα μεταβάλλονται
Fut
ur
θα μεταβάλωθα μεταβάλουμε, θα μεταβάλομεθα μεταβληθώθα μεταβληθούμε
θα μεταβάλειςθα μεταβάλετεθα μεταβληθείςθα μεταβληθείτε
θα μεταβάλειθα μεταβάλουν(ε)θα μεταβληθείθα μεταβληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεταβάλειθα έχουμε μεταβάλειθα έχω μεταβληθεί
θα είμαι μεταβεβλημένος, -η
θα έχουμε μεταβληθεί
θα είμαστε μεταβεβλημένοι, -ες
θα έχεις μεταβάλειθα έχετε μεταβάλειθα έχεις μεταβληθεί
θα είσαι μεταβεβλημένος, -η
θα έχετε μεταβάλει
θα είστε μεταβεβλημένοι, -ες
θα έχει μεταβάλειθα έχουν μεταβάλειθα έχει μεταβληθεί
θα είναι μεταβεβλημένος, -η, -ο
θα έχουν μεταβληθεί
θα είναι μεταβεβλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεταβάλλωνα μεταβάλλουμε, να μεταβάλλομενα μεταβάλλομαινα μεταβαλλόμαστε
να μεταβάλλειςνα μεταβάλλετενα μεταβάλλεσαινα μεταβάλλεστε, να μεταβαλλόσαστε
να μεταβάλλεινα μεταβάλλουνενα μεταβάλλεταινα μεταβάλλονται
Aoristνα μεταβάλωνα μεταβάλουμενα μεταβληθώνα μεταβληθούμε
να μεταβάλειςνα μεταβάλετενα μεταβληθείςνα μεταβληθείτε
να μεταβάλεινα μεταβάλουν(ε)να μεταβληθείνα μεταβληθούν(ε)
Perfνα έχω μεταβάλεινα έχουμε μεταβάλεινα έχω μεταβληθεί
να είμαι μεταβεβλημένος, -η
να έχουμε μεταβληθεί
να είμαστε μεταβεβλημένοι, -ες
να έχεις μεταβάλεινα έχετε μεταβάλεινα έχεις μεταβληθεί
να είσαι μεταβεβλημένος, -η
να έχετε μεταβληθεί
να είστε μεταβεβλημένοι, -ες
να έχει μεταβάλεινα έχουν μεταβάλεινα έχει μεταβληθεί
να είναι μεταβεβλημένος, -η, -ο
να έχουν μεταβληθεί
να είναι μεταβεβλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμετάβαλλεμεταβάλλετεμεταβάλλεστε
Aoristμετάβαλεμεταβάλετεμεταβληθείτε
Part
izip
Presμεταβάλλονταςμεταβαλλόμενος
Perfέχοντας μεταβάλειμεταβεβλημένος, -η, -ομεταβεβλημένοι, -ες, -α
InfinAoristμεταβάλειμεταβληθεί





Griechische Definition zu μεταβάλλω

μεταβάλλω [metaválo] -ομαι Ρ πρτ. μετέβαλλα, αόρ. μετέβαλα, απαρέμφ. μεταβάλει, παθ. αόρ. μεταβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και μετεβλήθη, μετεβλήθησαν, απαρέμφ. μεταβληθεί, μππ. μεταβεβλημένος* : κάνω κτ. διαφορετικό από ό,τι ήταν, το αλλάζω. μεταβάλλω γνώμη / άποψη. Tο πλοίο μεταβάλλει πορεία. Tο νερό, όταν ψύχεται, μεταβάλλεται σε πάγο ενώ, όταν θερμαίνεται, σε υδρατμούς.

[λόγ. < αρχ. μεταβάλλω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback