{το}  μέτρον Subst.  [metron]

{die}    Subst.
(0)

Etymologie zu μέτρον

μέτρον altgriechisch μέτρον proto-indogermanisch *meh₁- (μετρώ)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
μετρονόμος
Deutsche Synonyme
Maß
Pegel
Wasserpegel

Grammatik

Noch keine Grammatik zu μέτρον.





Griechische Definition zu μέτρον

μέτρον το· μέτρο. — Βλ. και .

1)
α) (Γενικά) μονάδα μέτρησης (βάρους, έκτασης, κλπ.):
(Metrol. 1358
β) (μεταφ.):
εις εκείνο το μέτρον οπού θέλεις μετρήσει τον αδελφόν σου εις εκείνο θέλει σας μετρήσει ο Θεός (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 376r
γ) είδος μονάδας προκ. για καταμέτρηση στρατιωτών:
εν χαράκωμα το μέτρον το φουσσάτον αριθμούσιν (Ερμον. Ν 214).
2) Δοχείο μετρήσεως υγρών ή στερεών:
μέτρῳ … στεγανῲ εξ οστράκου ή χαλκού κατεσκευασμένῳ (Metrol. 13519· 13225).
3) Μονάδα χωρητικότητας υγρών (ή στερεών):
(Metrol. 1336), (Προδρ. IV 586).
4)
α) Μέτρημα, υπολογισμός, απαρίθμηση, καταμέτρηση:
να πιάσει τα ψάρια και να εύρει το μέτρον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 85r
β) (σε επιρρ. εκφρ. προκ. για συναλλαγή εμπορική) συναλλαγή με μετρητά, για δοσοληψία με ρευστό χρήμα:
εδώσαν τα (ενν. τα αργύρια) του Ιούδα με μέτρον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 112r
γ) εκφρ.
(1) ανθρώποι (του) μέτρου = λίγοι, λιγοστοί:
(Πεντ. Γέν. XXXIV 30), (Δευτ. XXXIII 6
(2) εις μέτρο ψυχές = σύμφωνα με (υπολογίζοντας) τον αριθμό των ατόμων:
(Πεντ. Έξ. XII 4
δ) φρ.
(1) βάνω εις μέτρον = προσθέτω, συνυπολογίζω:
(Βακτ. αρχιερ. 165
(2) δεν έχω μέτρον = είμαι αμέτρητος, αναρίθμητος:
(Λίβ. Esc. 626
(3) παίρνω εις το μέτρο = συγκαταριθμώ· παίρνω μαζί μου:
(Αχέλ. 1950).
5) (Προκ. για αφήγηση, εξιστόρηση):
Εδώ αφήνω το μέτρον της διηγήσεως (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 99r).
6) Τρόπος μέτρησης:
το μέτρον εκ το πλήθος του φουσσάτου εφευρέθη εκμετρίζειν (Ερμον. Ν 207 (έκδ. ενματρίζειν)).
7)
α) Αριθμός, πλήθος:
του φουσσάτου … το μέτρον (Ερμον. Ν 171
β) ορισμένη, μετρημένη ποσότητα:
αλέσουν το … και επάρουν και μυλωτικόν και λείψει από το μέτρον (Προδρ. II 26-3).
8) Δυναμικό, δύναμη:
ήλθασιν και άλλοι άρχοντες … με φούστες και με κάτεργα …· το μέτρον τους επλήθυνεν ούτως (Αχέλ. 347).
9) Καταμέτρηση (εκτάσεων):
Μέτρον μεγάλου κτήματος (Metrol. 8513).
10) Απόσταση:
έφθασαν κι οι δύο εις ένα μέτρο. Ακόμη καταπρόσωπα εκείνοι ου φαινόνταν, πλην τον τόπον κείνον βλέπασι (Θησ. Ζ́ [1108]).
11) Όριο, έκταση:
Τας τρεις ουν κώμας … πόλεως μέτρον έγραψε (Βίος Αλ. 1601).
12) Τάξη, τακτική τοποθέτηση· (και στον πληθ.) παράταξη στρατού:
(Θησ. Έ [978]
η στρατιά στα μέτρα εσυνάχθη (Κορων., Μπούας 93).
13)
α) Χρονικό διάστημα, διάρκεια:
το μέτρον της ημέρας (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 48r· Τζάνε, Κατάν. 154
β) μέτρημα, υπολογισμός χρόνου:
Μήνα … ο θάνατος 'παντέχει … ή μέτρον, χρόνους έχει; (Αλφ. (Μπουμπ.) I 46
έκφρ. μέρες μέτρου = ορισμένος αριθμός ημερών:
(Πεντ. Αρ. IX 20
φρ. είμαι εις μέτρον ηλικίας, βλ. ηλικία 1δ.
14)
α) Το αρμόζον μέτρο ή όριο, αποφυγή υπερβολών, ακροτήτων:
Το μέτρον εστίν άριστον (Κορων., Μπούας 36
εκφρ.
(1) δίχως μέτρου, υπέρ μέτρον ή μέτρου = υπερβολικά, ξεπερνώντας τα όρια:
(Χούμνου, Κοσμογ. 356), (Ψευδο-Σφρ. 1565), (Χρον. Μορ. H 161
(2) εν μέτρῳ = ήρεμα, σιγά, μετρημένα:
(Διγ. Gr. 2197
β) μετριοπαθής τρόπος συμπεριφοράς:
Δεν κάμνει χρειά να θαρρευθείς εις μέτρα και εις λόγια (Δεφ., Λόγ. 187).
15) (Προκ. για τη συμπεριφορά του δικαστή κατά την εκδίκαση υποθέσεων) ?:
Εμπαλής … ουδέν εντέχεται να πάρει κανέναν άνθρωπον έξω του μέτρου (Ασσίζ. 276).
16) Λογικότητα, λογική σχέση, αναλογία:
όσα διαλέγεται φαίνεται να 'χουν μέτρον (Αιτωλ., Βοηβ. 239).
17) (Στον εν. και πληθ.) κατάσταση, περίσταση:
ποτέ μου δεν το λόγιαζα να 'ρθω στο μέτρο τούτο (Ερωτόκρ. Ά 1018
στα μέτρα οπού 'τονε και βρίσκεται γνωρίζει (Ερωτόκρ. Δ́ 714).
18) Υπολογισμός, εκτίμηση·
φρ. έχω εν μέτρῳ = υπολογίζω κάπ.:
(Έκθ. χρον. 662).
19) Ποιητικό μέτρο:
(Προδρ. ΙΙΙ 137
έκφρ. με μέτρο = έμμετρα:
(Θησ. Πρόλ. [275]).
[αρχ. ουσ. μέτρον. Ο τ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback