λούω Verb  [luo, loyw]

(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu λούω

λούω altgriechisch λούω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.




Griechische Definition zu λούω

λούω· λούγω· λούζω· μτχ. παρκ. λουμένος.

I. Ενεργ.
1)
α) Πλένω, λούζω:
(Απολλών. 157
β) (μεταφ.) εξαγνίζω:
μας έλουσεν (ενν. ο Χριστός) από τες αμαρτίες μας με το αίμα του (Χριστ. διδασκ. 37).
2) Παρέχω με αφθονία:
Κρασίν μ’ ελούσαν παρευθύς (Κρασοπ. ΑΟ 102).
ΙΙ. (Μέσ., μτβ. και αμτβ.)
α) λούζομαι, πλένομαι:
(Ιατροσόφ. 8622), (Λίβ. Esc. 2972
β) (με σύστ. αντικ., μεταφ.) πικραίνομαι:
πάλιν λούσομαι λουτρόν από πικρών υδάτων (Καλλίμ. 1449).
Φρ.
1) Λούζομαι τα δάκρυα, εκ τα δάκρυα, με τα δάκρυα = κλαίω πολύ:
(Αλφ. ξεν. Αθ. 46), (Λίβ. (Lamb.) N 52), (Λίβ. P 29).
2) Λούομαι το αίμα, με αίμα = κατακρεουργώ, αιματοκυλώ, σφάζω:
(Ριμ. Βελ. ρ 340), (Διγ. Ο 350).
3) Λούομαι τον άθον = (μεταφ.) διαπομπεύομαι:
(Σαχλ. Ά ΡΜ 317).
[αρχ. λούω. Ο τ. ‑ζω (<αόρ. του λούω αναλογ. με τα ρ. σε ‑ζω) και σήμ. Ο τ. ‑γω στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback