κυνηγώ Verb  [kinigo, kiniro, kynhgw]

jagen (ugs.)
  Verb
(25)
  Verb
(0)
(0)

GriechischDeutsch
Ακόμη και σήμερα προτιμώ να κυνηγώ με αυτό... αλλά δυστυχώς και αυτό έγινε κάποτε βαρετό.Selbst heute noch ziehe ich es vor, damit zu jagen aber leider war auch das irgendwann langweilig.

Übersetzung nicht bestätigt

Να κυνηγώ έναν τρελλό!Hinter Verrückten her jagen.

Übersetzung nicht bestätigt

Και γιατί να κυνηγώ λιοντάρια στη ζουγκλαWarum auch jagen, was durch den Dschungel rennt,

Übersetzung nicht bestätigt

Μπορώ να μαζεύω άλογα... να κυνηγώ, να ιππεύω και να χορεύω.Ich kann Pferde hüten, ich kann jagen, reiten und tanzen.

Übersetzung nicht bestätigt

Κι από τότε, κυνηγώ την Έιμι.Seitdem verbringe ich jeden Tag damit, Amy zu jagen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu κυνηγώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κυνηγάω, κυνηγώκυνηγάμε, κυνηγούμεκυνηγιέμαικυνηγιόμαστε
κυνηγάςκυνηγάτεκυνηγιέσαικυνηγιέστε, κυνηγιόσαστε
κυνηγάει, κυνηγάκυνηγάν(ε), κυνηγούν(ε)κυνηγιέταικυνηγιούνται, κυνηγιόνται
Imper
fekt
κυνηγούσα, κυνήγαγακυνηγούσαμε, κυνηγάγαμεκυνηγιόμουν(α)κυνηγιόμαστε, κυνηγιόμασταν
κυνηγούσες, κυνήγαγεςκυνηγούσατε, κυνηγάγατεκυνηγιόσουν(α)κυνηγιόσαστε, κυνηγιόσασταν
κυνηγούσε, κυνήγαγεκυνηγούσαν(ε), κυνήγαγαν, κυνηγάγανεκυνηγιόταν(ε)κυνηγιόνταν(ε), κυνηγιούνταν, κυνηγιόντουσαν
Aoristκυνήγησακυνηγήσαμεκυνηγήθηκακυνηγηθήκαμε
κυνήγησεςκυνηγήσατεκυνηγήθηκεςκυνηγηθήκατε
κυνήγησεκυνήγησαν, κυνηγήσαν(ε)κυνηγήθηκεκυνηγήθηκαν, κυνηγηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κυνηγήσει
έχω κυνηγημένο
έχουμε κυνηγήσει
έχουμε κυνηγημένο
έχω κυνηγηθεί
είμαι κυνηγημένος, -η
έχουμε κυνηγηθεί
είμαστε κυνηγημένοι, -ες
έχεις κυνηγήσει
έχεις κυνηγημένο
έχετε κυνηγήσει
έχετε κυνηγημένο
έχεις κυνηγηθεί
είσαι κυνηγημένος, -η
έχετε κυνηγηθεί
είστε κυνηγημένοι, -ες
έχει κυνηγήσει
έχει κυνηγημένο
έχουν κυνηγήσει
έχουν κυνηγημένο
έχει κυνηγηθεί
είναι κυνηγημένος, -η, -ο
έχουν κυνηγηθεί
είναι κυνηγημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κυνηγήσει
είχα κυνηγημένο
είχαμε κυνηγήσει
είχαμε κυνηγημένο
είχα κυνηγηθεί
ήμουν κυνηγημένος, -η
είχαμε κυνηγηθεί
ήμαστε κυνηγημένοι, -ες
είχες κυνηγήσει
είχες κυνηγημένο
είχατε κυνηγήσει
είχατε κυνηγημένο
είχες κυνηγηθεί
ήσουν κυνηγημένος, -η
είχατε κυνηγηθεί
ήσαστε κυνηγημένοι, -ες
είχε κυνηγήσει
είχε κυνηγημένο
είχαν κυνηγήσει
είχαν κυνηγημένο
είχε κυνηγηθεί
ήταν κυνηγημένος, -η, -ο
είχαν κυνηγηθεί
ήταν κυνηγημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κυνηγάω, θα κυνηγώθα κυνηγάμε, θα κυνηγούμεθα κυνηγιέμαιθα κυνηγιόμαστε
θα κυνηγάςθα κυνηγάτεθα κυνηγιέσαιθα κυνηγιέστε, θα κυνηγιόσαστε
θα κυνηγάει, θα κυνηγάθα κυνηγάν(ε), θα κυνηγούν(ε)θα κυνηγιέταιθα κυνηγιούνται, θα κυνηγιόνται
Fut
ur
θα κυνηγήσωθα κυνηγήσουμε, θα κυνηγήσομεθα κυνηγηθώθα κυνηγηθούμε
θα κυνηγήσειςθα κυνηγήσετεθα κυνηγηθείςθα κυνηγηθείτε
θα κυνηγήσειθα κυνηγήσουν(ε)θα κυνηγηθείθα κυνηγηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κυνηγήσει
θα έχω κυνηγημένο
θα έχουμε κυνηγήσει
θα έχουμε κυνηγημένο
θα έχω κυνηγηθεί
θα είμαι κυνηγημένος, -η
θα έχουμε κυνηγηθεί
θα είμαστε κυνηγημένοι, -ες
θα έχεις κυνηγήσει
θα έχεις κυνηγημένο
θα έχετε κυνηγήσει
θα έχετε κυνηγημένο
θα έχεις κυνηγηθεί
θα είσαι κυνηγημένος, -η
θα έχετε κυνηγηθεί
θα είστε κυνηγημένοι, -ες
θα έχει κυνηγήσει
θα έχει κυνηγημένο
θα έχουν κυνηγήσει
θα έχουν κυνηγημένο
θα έχει κυνηγηθεί
θα είναι κυνηγημένος, -η, -ο
θα έχουν κυνηγηθεί
θα είναι κυνηγημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κυνηγάω, να κυνηγώνα κυνηγάμε, να κυνηγούμενα κυνηγιέμαινα κυνηγιόμαστε
να κυνηγάςνα κυνηγάτενα κυνηγιέσαινα κυνηγιέστε, να κυνηγιόσαστε
να κυνηγάει, να κυνηγάνα κυνηγάν(ε), να κυνηγούν(ε)να κυνηγιέταινα κυνηγιούνται, να κυνηγιόνται
Aoristνα κυνηγήσωνα κυνηγήσουμε, να κυνηγήσομενα κυνηγηθώνα κυνηγηθούμε
να κυνηγήσειςνα κυνηγήσετενα κυνηγηθείςνα κυνηγηθείτε
να κυνηγήσεινα κυνηγήσουν(ε)να κυνηγηθείνα κυνηγηθούν(ε)
Perfνα έχω κυνηγήσει
να έχω κυνηγημένο
να έχουμε κυνηγήσει
να έχουμε κυνηγημένο
να έχω κυνηγηθεί
να είμαι κυνηγημένος, -η
να έχουμε κυνηγηθεί
να είμαστε κυνηγημένοι, -ες
να έχεις κυνηγήσει
να έχεις κυνηγημένο
να έχετε κυνηγήσει
να έχετε κυνηγημένο
να έχεις κυνηγηθεί
να είσαι κυνηγημένος, -η
να έχετε κυνηγηθεί
να είστε κυνηγημένοι, -η
να έχει κυνηγήσει
να έχει κυνηγημένο
να έχουν κυνηγήσει
να έχουν κυνηγημένο
να έχει κυνηγηθεί
να είναι κυνηγημένος, -η, -ο
να έχουν κυνηγηθεί
να είναι κυνηγημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκυνήγα, κυνήγαγεκυνηγάτεκυνηγιέστε
Aoristκυνήγησε, κυνήγακυνηγήστεκυνηγήσουκυνηγηθείτε
Part
izip
Presκυνηγώντας
Perfέχοντας κυνηγήσει, έχοντας κυνηγημένοκυνηγημένος, -η, -οκυνηγημένοι, -ες, -α
InfinAoristκυνηγήσεικυνηγηθεί







Griechische Definition zu κυνηγώ

κυνηγώ [kiniγó] & -άω, -ιέμαι : 1. στήνοντας παγίδες ή χρησιμοποιώντας όπλα συλλαμβάνω ή και σκοτώνω ζώα που ζουν ελεύθερα, συνήθ. ερασιτεχνικά, αλλά και επαγγελματικά: Kυνηγάει άγρια θηρία. Kυνηγάει πέρδικες / λαγούς. Ούτε ψαρεύει ούτε κυνηγάει. Θα πάω να κυνηγήσω, για κυνήγι. || H γάτα κυνηγάει τα ποντίκια. ΦΡ κυνηγάει μύγες, είναι αργόσχολος, δεν κάνει τίποτα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback