κυλώ Verb  [kilo, kylw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu κυλώ

κυλώ altgriechisch κυλίω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu κυλώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κυλάω, κυλώκυλάμε, κυλούμεκυλιέμαικυλιόμαστε
κυλάςκυλάτεκυλιέσαικυλιέστε, κυλιόσαστε
κυλάει, κυλάκυλάν(ε), κυλούν(ε)κυλιέταικυλιούνται, κυλιόνται
Imper
fekt
κυλούσα, κύλαγακυλούσαμε, κυλάγαμεκυλιόμουν(α)κυλιόμαστε, κυλιόμασταν
κυλούσες, κύλαγεςκυλούσατε, κυλάγατεκυλιόσουν(α)κυλιόσαστε, κυλιόσασταν
κυλούσε, κύλαγεκυλούσαν(ε), κύλαγαν, κυλάγανεκυλιόταν(ε)κυλιόνταν(ε), κυλιούνταν, κυλιόντουσαν
Aoristκύλησακυλήσαμεκυλίστηκακυλιστήκαμε
κύλησεςκυλήσατεκυλίστηκεςκυλιστήκατε
κύλησεκύλησαν, κυλήσαν(ε)κυλίστηκεκυλίστηκαν, κυλιστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κυλήσει
έχω κυλισμένο
έχουμε κυλήσει
έχουμε κυλισμένο
έχω κυλιστεί
είμαι κυλισμένος, -η
έχουμε κυλιστεί
είμαστε κυλισμένοι, -ες
έχεις κυλήσει
έχεις κυλισμένο
έχετε κυλήσει
έχετε κυλισμένο
έχεις κυλιστεί
είσαι κυλισμένος, -η
έχετε κυλιστεί
είστε κυλισμένοι, -ες
έχει κυλήσει
έχει κυλισμένο
έχουν κυλήσει
έχουν κυλισμένο
έχει κυλιστεί
είναι κυλισμένος, -η, -ο
έχουν κυλιστεί
είναι κυλισμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κυλήσει
είχα κυλισμένο
είχαμε κυλήσει
είχαμε κυλισμένο
είχα κυλιστεί
ήμουν κυλισμένος, -η
είχαμε κυλιστεί
ήμαστε κυλισμένοι, -ες
είχες κυλήσει
είχες κυλισμένο
είχατε κυλήσει
είχατε κυλισμένο
είχες κυλιστεί
ήσουν κυλισμένος, -η
είχατε κυλιστεί
ήσαστε κυλισμένοι, -ες
είχε κυλήσει
είχε κυλισμένο
είχαν κυλήσει
είχαν κυλισμένο
είχε κυλιστεί
ήταν κυλισμένος, -η, -ο
είχαν κυλιστεί
ήταν κυλισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κυλάω, θα κυλώθα κυλάμε, θα κυλούμεθα κυλιέμαιθα κυλιόμαστε
θα κυλάςθα κυλάτεθα κυλιέσαιθα κυλιέστε, θα κυλιόσαστε
θα κυλάει, θα κυλάθα κυλάν(ε), θα κυλούν(ε)θα κυλιέταιθα κυλιούνται, θα κυλιόνται
Fut
ur
θα κυλήσωθα κυλήσουμε, θα κυλήσομεθα κυλιστώθα κυλιστούμε
θα κυλήσειςθα κυλήσετεθα κυλιστείςθα κυλιστείτε
θα κυλήσειθα κυλήσουν(ε)θα κυλιστείθα κυλιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κυλήσει
θα έχω κυλισμένο
θα έχουμε κυλήσει
θα έχουμε κυλισμένο
θα έχω κυλιστεί
θα είμαι κυλισμένος, -η
θα έχουμε κυλιστεί
θα είμαστε κυλισμένοι, -ες
θα έχεις κυλήσει
θα έχεις κυλισμένο
θα έχετε κυλήσει
θα έχετε κυλισμένο
θα έχεις κυλιστεί
θα είσαι κυλισμένος, -η
θα έχετε κυλιστεί
θα είστε κυλισμένοι, -ες
θα έχει κυλήσει
θα έχει κυλισμένο
θα έχουν κυλήσει
θα έχουν κυλισμένο
θα έχει κυλιστεί
θα είναι κυλισμένος, -η, -ο
θα έχουν κυλιστεί
θα είναι κυλισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κυλάω, να κυλώνα κυλάμε, να κυλούμενα κυλιέμαινα κυλιόμαστε
να κυλάςνα κυλάτενα κυλιέσαινα κυλιέστε, να κυλιόσαστε
να κυλάει, να κυλάνα κυλάν(ε), να κυλούν(ε)να κυλιέταινα κυλιούνται, να κυλιόνται
Aoristνα κυλήσωνα κυλήσουμε, να κυλήσομενα κυλιστώνα κυλιστούμε
να κυλήσειςνα κυλήσετενα κυλιστείςνα κυλιστείτε
να κυλήσεινα κυλήσουν(ε)να κυλιστείνα κυλιστούν(ε)
Perfνα έχω κυλήσει
να έχω κυλισμένο
να έχουμε κυλήσει
να έχουμε κυλισμένο
να έχω κυλιστεί
να είμαι κυλισμένος, -η
να έχουμε κυλιστεί
να είμαστε κυλισμένοι, -ες
να έχεις κυλήσει
να έχεις κυλισμένο
να έχετε κυλήσει
να έχετε κυλισμένο
να έχεις κυλιστεί
να είσαι κυλισμένος, -η
να έχετε κυλιστεί
να είστε κυλισμένοι, -η
να έχει κυλήσει
να έχει κυλισμένο
να έχουν κυλήσει
να έχουν κυλισμένο
να έχει κυλιστεί
να είναι κυλισμένος, -η, -ο
να έχουν κυλιστεί
να είναι κυλισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκύλα, κύλαγεκυλάτεκυλιέστε
Aoristκύλησε, κύλακυλήστεκυλίσουκυλιστείτε
Part
izip
Presκυλώντας
Perfέχοντας κυλήσει, έχοντας κυλισμένοκυλισμένος, -η, -οκυλισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκυλήσεικυλιστεί















Griechische Definition zu κυλώ

κυλώ [kiló] & -άω .1α : 1. για κτ. που κινείται προς τα εμπρός με περιστροφή γύρω από τον εαυτό του και με ομαλή μη διακοπτόμενη κίνηση, λόγω κυρίως της αποστρογγυλεμένης μορφής του: Tα παιδιά κυλούσαν σιδερένια στεφάνια. Tο νόμισμα κύλησε κάτω από το τραπέζι. Ένας βράχος κύλησε από την πλαγιά του βουνού. ΠAΡ Πέτρα που κυλά χόρτο δεν πιάνει, η δράση και η κινητικότητα αποτρέπουν την αποτελμάτωση. Kύλησε ο τέντζερης* και βρήκε το καπάκι. || για όχημα ή γενικά για κτ. που κινείται με ρόδες: Tο τρένο κυλάει αργά πάνω στις ράγες. Οι μαμάδες κυλούσαν καροτσάκια με μωρά. 2. για υγρά που κινούνται σε μια επιφάνεια που παρουσιάζει μικρή κλίση: Ο Πηνειός κυλάει ήρεμα μέσα από το θεσσαλικό κάμπο. Σταγόνες βροχής κυλούσαν στο τζάμι. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της / στο πρόσωπό της. ΦΡ κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι*. 3. (μτφ.) για κτ. που έχει απρόσκοπτη, ομαλή ροή: Tα χρόνια κύλησαν γρήγορα. Θα κυλήσει ο καιρός χωρίς να το καταλάβεις. Tο κείμε νο κυλάει. H συζήτηση / η βραδιά κύλησε ήρεμα.

[μσν. κυλώ < αρχ. κυλίω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κυλισ- κατά το σχ.: μιλησ- (εμίλησα) - μιλώ]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback