{η}  κατοχύρωση Subst.  [katochirosi, katoxyrwsh]

{die}    Subst.
(41)
(9)
(5)

Etymologie zu κατοχύρωση

κατοχύρωση κατοχυρώνω + -ση


GriechischDeutsch
Επιπροσθέτως, όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 42, η ΛΔΚ έχει αναπτύξει μια ολοκληρωμένη δέσμη μέτρων που στοχεύουν στην κατοχύρωση της προμήθειας FeMo στο μέλλον.Außerdem hat man, wie unter Randnummer 42 erläutert, in der VR China ein umfassendes Maßnahmenpaket zur Sicherung der FeMo-Versorgung verabschiedet.

Übersetzung bestätigt

Ασφάλεια υποδομών και υπηρεσιών κοινής ωφελείας: ανάλυση και κατοχύρωση της ασφάλειας των υφιστάμενων και των μελλοντικών, δημόσιων και ιδιωτικών, κρίσιμων υποδομών και δικτύων υποδομών (π.χ. μεταφορών, ενέργειας, πληροφοριών και επικοινωνιών), συστημάτων και υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών και των διοικητικών υπηρεσιών).Sicherheit von Infrastrukturen und Versorgungseinrichtungen: Analyse und Sicherung vorhandener und künftiger öffentlicher und privater kritischer bzw. vernetzter Infrastrukturen (z.B. in den Bereichen Verkehr, Energie, Informationsund Kommunikationstechnologie), Systeme und Dienste (einschließlich Finanzund Verwaltungsdienste).

Übersetzung bestätigt

Για την κατοχύρωση ίσης μεταχείρισης, πρέπει να διασφαλίζεται ισόρροπη εκπροσώπηση των δύο φύλων και στις επιτροπές επιλογής και αξιολόγησης.Zur Sicherung der Gleichbehandlung sollte in Auswahlund Bewertungsausschüssen ein ausgewogenes Verhältnis zwischen den Geschlechtern bestehen.

Übersetzung bestätigt

Τα μέτρα που αφορούν την πλευρά της ζήτησης, όπως η εναλλαγή καυσίμων, μπορούν να διαδραματίσουν πολύτιμο ρόλο όσον αφορά την κατοχύρωση ενεργειακής ασφάλειας, εφόσον μπορούν να εφαρμοστούν γρήγορα και να μειώσουν αισθητά τη ζήτηση στο πλαίσιο της αντίδρασης σε μια διαταραχή του εφοδιασμού.Nachfrageseitige Maßnahmen wie der Brennstoffwechsel können einen wertvollen Beitrag zur Sicherung der Energieversorgung leisten, sofern sie als Reaktion auf eine Versorgungsstörung schnell umgesetzt werden können und die Nachfrage spürbar reduzieren.

Übersetzung bestätigt

4.4.2.1 Επί του προκειμένου, η ΕΟΚΕ τονίζει ότι η αναγκαία κατοχύρωση της ασφάλειας των ευρωπαϊκών δημόσιων προϋπολογισμών αποβαίνει εις βάρος της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας των πολιτών και των μικρών επιχειρήσεων, καθώς και του επιπέδου τοπικής απασχόλησης.4.4.2.1 Diesbezüglich betont der Ausschuss, dass die erforderliche Sicherung der Staatshaushalte das wirtschaftliche und soziale Leben der Bürger wie auch der Kleinunternehmen und die Be­schäftigungsquote in den Regionen beeinträchtigt.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu κατοχύρωση

κατοχύρωση η [katoxírosi] : η εξασφάλιση με νομικά μέσα ενός πράγματος, η προστασία ενός δικαιώματος από διεκδίκηση τρίτου, καταστρατήγηση, καταστροφή, εξαφάνιση κτλ.: Διεκδικούν τη θεσμική κατοχύρωση των κοινωνικών και πολιτικών κατακτήσεων. Επαγγελματική κατοχύρωση. Nομική κατοχύρωση. || κατοχύρωση βαθμολογίας, σε εξετάσεις, η διατήρηση του βαθμού για την επόμενη ή για τις επόμενες εξεταστικές περιόδους.

[λόγ. κατοχυρω- (δες κατοχυρώνω) -σις > -ση]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback