{ο}  καρπός Subst.  [karpos]

{die}    Subst.
(201)
{das}    Subst.
(7)

Etymologie zu καρπός

καρπός altgriechisch καρπός (1) proto-indogermanisch *kʷerp- (στρέφω, γυρίζω)


GriechischDeutsch
Φυτώρια, λαχανικά, πατάτες, διακοσμητικά φυτά, καρποί φυλλοβόλων, εσπεριδοειδή, και σταφύλια.Pflanzschulen, Gemüse, Kartoffeln, Zierpflanzen, Früchte von Laubbäumen, Zitrusfrüchte und Trauben.

Übersetzung bestätigt

Οι καρποί της κατηγορίας “Έξτρα” πρέπει να είναι συσκευασμένοι σε σειρές και στρώσεις.Früchte der Klasse Extra müssen in Lagen verpackt sein.

Übersetzung bestätigt

Στο πλαίσιο της ανοχής αυτής, μπορούν να γίνουν αποδεκτοί κατ' ανώτατο όριο 2 % κατ’αριθμό ή κατά βάρος καρποί που παρουσιάζουν τα ακόλουθα ελαττώματα:Innerhalb dieser Toleranz sind höchstens 2 % nach Anzahl oder Gewicht Früchte mit folgenden Fehlern zulässig:

Übersetzung bestätigt

Στην κατηγορία “Έξτρα”, οι καρποί πρέπει να παρουσιάζονται διαχωρισμένοι μεταξύ τους, ταξινομημένοι κανονικά σε μία μόνο στρώση.In der Klasse Extra müssen die Früchte voneinander getrennt und regelmäßig in einer einzigen Lage gepackt sein.

Übersetzung bestätigt

Οι καρποί πρέπει να είναι αρκετά συνεκτικοί και η σάρκα τους δεν πρέπει να εμφανίζει σοβαρά ελαττώματα.Die Früchte müssen genügend fest sein, und das Fruchtfleisch muss frei von größeren Mängeln sein.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Frucht
Obst



Griechische Definition zu καρπός

καρπός ο.

1)
α) Καρπός, φρούτο:
(Ch. pop. 815
β) σπόρος φυτού:
καρπούς να σπέρνουσι στη γη και δέντρη να φυτεύγου (Ερωφ. Α´ 284).
2) Καρποφορία (της γης)· συγκομιδή:
να δώσει η γης τον καρπό της (Πεντ. Λευιτ. XXV 19
εις το χωριό Άγιο Σίλα … έχει (ενν. ο ζουράρης) τσι καρπούς του (Κατά ζουράρη 107).
3) (Μεταφ.) αποτέλεσμα:
(Δούκ. 5318).
4) Γέννημα:
Μαρία, θάρρος ολωνών, καρπέ χαριτωμένε (Σκλέντζα, Ποιήμ. 74).
5) Κέρδος, ωφέλεια:
Περί προικός καρπούς οπού παίρνει ο ανήρ προ του λαβείν την γυναίκα (Βακτ. αρχιερ. 174).
6) Λάφυρο:
το φουσσάτο ουδέ καρπόν ’κ τον πόλεμον να πιάσει (Αχέλ. 288).
Φρ.
1) Έρχομαι του καρπού = καρποφορώ:
(Βαρούχ. 2475).
2) Έχω καρπόν κοιλίας = εγκυμονώ:
(Διγ. O 38).
Η γεν. με σημασ. επιθ. = καρποφόρος:
αμπέλι του καρπού (Βαρούχ. 3338).
[αρχ. ουσ. καρπός. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback