κανονίζω Verb  [kanonizo, kanonizw]

  Verb
(1)
  Verb
(1)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu κανονίζω

κανονίζω κανόνας + -ίζω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu κανονίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κανονίζωκανονίζουμε, κανονίζομεκανονίζομαικανονιζόμαστε
κανονίζειςκανονίζετεκανονίζεσαικανονίζεστε, κανονιζόσαστε
κανονίζεικανονίζουν(ε)κανονίζεταικανονίζονται
Imper
fekt
κανόνιζακανονίζαμεκανονιζόμουν(α)κανονιζόμαστε, κανονιζόμασταν
κανόνιζεςκανονίζατεκανονιζόσουν(α)κανονιζόσαστε, κανονιζόσασταν
κανόνιζεκανόνιζαν, κανονίζαν(ε)κανονιζόταν(ε)κανονίζονταν, κανονιζόντανε, κανονιζόντουσαν
Aoristκανόνισακανονίσαμεκανονίστηκακανονιστήκαμε
κανόνισεςκανονίσατεκανονίστηκεςκανονιστήκατε
κανόνισεκανόνισαν, κανονίσαν(ε)κανονίστηκεκανονίστηκαν, κανονιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κανονίσει
έχω κανονισμένο
έχουμε κανονίσει
έχουμε κανονισμένο
έχω κανονιστεί
είμαι κανονισμένος, -η
έχουμε κανονιστεί
είμαστε κανονισμένοι, -ες
έχεις κανονίσει
έχεις κανονισμένο
έχετε κανονίσει
έχετε κανονισμένο
έχεις κανονιστεί
είσαι κανονισμένος, -η
έχετε κανονιστεί
είστε κανονισμένοι, -ες
έχει κανονίσει
έχει κανονισμένο
έχουν κανονίσει
έχουν κανονισμένο
έχει κανονιστεί
είναι κανονισμένος, -η, -ο
έχουν κανονιστεί
είναι κανονισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κανονίσει
είχα κανονισμένο
είχαμε κανονίσει
είχαμε κανονισμένο
είχα κανονιστεί
ήμουν κανονισμένος, -η
είχαμε κανονιστεί
ήμαστε κανονισμένοι, -ες
είχες κανονίσει
είχες κανονισμένο
είχατε κανονίσει
είχατε κανονισμένο
είχες κανονιστεί
ήσουν κανονισμένος, -η
είχατε κανονιστεί
ήσαστε κανονισμένοι, -ες
είχε κανονίσει
είχε κανονισμένο
είχαν κανονίσει
είχαν κανονισμένο
είχε κανονιστεί
ήταν κανονισμένος, -η, -ο
είχαν κανονιστεί
ήταν κανονισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κανονίζωθα κανονίζουμε, θα κανονίζομεθα κανονίζομαιθα κανονιζόμαστε
θα κανονίζειςθα κανονίζετεθα κανονίζεσαιθα κανονίζεστε, θα κανονιζόσαστε
θα κανονίζειθα κανονίζουν(ε)θα κανονίζεταιθα κανονίζονται
Fut
ur
θα κανονίσωθα κανονίσουμε, θα κανονίζομεθα κανονιστώθα κανονιστούμε
θα κανονίσειςθα κανονίσετεθα κανονιστείςθα κανονιστείτε
θα κανονίσειθα κανονίσουν(ε)θα κανονιστείθα κανονιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κανονίσει
θα έχω κανονισμένο
θα έχουμε κανονίσει
θα έχουμε κανονισμένο
θα έχω κανονιστεί
θα είμαι κανονισμένος, -η
θα έχουμε κανονιστεί
θα είμαστε κανονισμένοι, -ες
θα έχεις κανονίσει
θα έχεις κανονισμένο
θα έχετε κανονίσει
θα έχετε κανονισμένο
θα έχεις κανονιστεί
θα είσαι κανονισμένος, -η
θα έχετε κανονιστεί
θα είστε κανονισμένοι, -ες
θα έχει κανονίσει
θα έχει κανονισμένο
θα έχουν κανονίσει
θα έχουν κανονισμένο
θα έχει κανονιστεί
θα είναι κανονισμένος, -η, -ο
θα έχουν κανονιστεί
θα είναι κανονισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κανονίζωνα κανονίζουμε, να κανονίζομενα κανονίζομαινα κανονιζόμαστε
να κανονίζειςνα κανονίζετενα κανονίζεσαινα κανονίζεστε, να κανονιζόσαστε
να κανονίζεινα κανονίζουν(ε)να κανονίζεταινα κανονίζονται
Aoristνα κανονίσωνα κανονίσουμε, να κανονίσομενα κανονιστώνα κανονιστούμε
να κανονίσειςνα κανονίσετενα κανονιστείςνα κανονιστείτε
να κανονίσεινα κανονίσουν(ε)να κανονιστείνα κανονιστούν(ε)
Perfνα έχω κανονίσει
να έχω κανονισμένο
να έχουμε κανονίσει
να έχουμε κανονισμένο
να έχω κανονιστεί
να είμαι κανονισμένος, -η
να έχουμε κανονιστεί
να είμαστε κανονισμένοι, -ες
να έχεις κανονίσει
να έχεις κανονισμένο
να έχετε κανονίσει
να έχετε κανονισμένο
να έχεις κανονιστεί
να είσαι κανονισμένος, -η
να έχετε κανονιστεί
να είστε κανονισμένοι, -ες
να έχει κανονίσει
να έχει κανονισμένο
να έχουν κανονίσει
να έχουν κανονισμένο
να έχει κανονιστεί
να είναι κανονισμένος, -η, -ο
να έχουν κανονιστεί
να είναι κανονισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκανόνιζεκανονίζετεκανονίζεστε
Aoristκανόνισεκανονίστεκανονίσουκανονιστείτε
Part
izip
Presκανονίζονταςκανονιζόμενος
Perfέχοντας κανονίσει, έχοντας κανονισμένοκανονισμένος, -η, -οκανονισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκανονίσεικανονιστεί













Griechische Definition zu κανονίζω

κανονίζω [kanonízo] -ομαι : 1α. ενεργώ έτσι ώστε να γίνει κτ. σωστά ή να εξελιχθεί ομαλά, σύμφωνα με τις επιδιώξεις μου· ρυθμίζω2, τακτοποιώ: Πρέπει να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες του ταξιδιού. Tο θέμα του διορισμού του δεν κανονίστηκε ακόμη. Οι διαφορές μας κανονίστηκαν, διευθετήθηκαν. Όλα είναι κανονισμένα. || Tα φανάρια κανονίζουν την κυκλοφορία, ρυθμίζουν. β. προγραμματίζω, σχεδιάζω να κάνω κτ., σε συνεννόηση με κπ. άλλον: Tι κανονίσατε για το καλοκαίρι; Kανονίσαμε να πάμε διακοπές. Kανόνισα να έρθει η μοδίστρα στο σπίτι. γ. προσδιορίζω την εξέλιξη μιας κατάστασης, αποφασίζω για κτ.: Δεν μπορείς να κανονίζεις εσύ τη δική μου ζωή. Ποιος κανονίζει εδώ μέσα;, ποιος είναι υπεύθυνος, ποιος διευθύνει. (έκφρ.) κανόνισε τη θέση σου / την πορεία σου, συμβουλευτικά ή απειλητικά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback