ισοσκελίζω Verb  [isoskelizo, isoskelizw]

  Verb
(0)

Etymologie zu ισοσκελίζω

ισοσκελίζω Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ισοσκελίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ισοσκελίζωισοσκελίζουμε, ισοσκελίζομεισοσκελίζομαιισοσκελιζόμαστε
ισοσκελίζειςισοσκελίζετεισοσκελίζεσαιισοσκελίζεστε, ισοσκελιζόσαστε
ισοσκελίζειισοσκελίζουν(ε)ισοσκελίζεταιισοσκελίζονται
Imper
fekt
ισοσκέλιζαισοσκελίζαμεισοσκελιζόμουν(α)ισοσκελιζόμαστε, ισοσκελιζόμασταν
ισοσκέλιζεςισοσκελίζατεισοσκελιζόσουν(α)ισοσκελιζόσαστε, ισοσκελιζόσασταν
ισοσκέλιζεισοσκέλιζαν, ισοσκελίζαν(ε)ισοσκελιζόταν(ε)ισοσκελίζονταν, ισοσκελιζόντανε, ισοσκελιζόντουσαν
Aoristισοσκέλισαισοσκελίσαμεισοσκελίστηκαισοσκελιστήκαμε
ισοσκέλισεςισοσκελίσατεισοσκελίστηκεςισοσκελιστήκατε
ισοσκέλισεισοσκέλισαν, ισοσκελίσαν(ε)ισοσκελίστηκεισοσκελίστηκαν, ισοσκελιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ισοσκελίσει
έχω ισοσκελισμένο
έχουμε ισοσκελίσει
έχουμε ισοσκελισμένο
έχω ισοσκελιστεί
είμαι ισοσκελισμένος, -η
έχουμε ισοσκελιστεί
είμαστε ισοσκελισμένοι, -ες
έχεις ισοσκελίσει
έχεις ισοσκελισμένο
έχετε ισοσκελίσει
έχετε ισοσκελισμένο
έχεις ισοσκελιστεί
είσαι ισοσκελισμένος, -η
έχετε ισοσκελιστεί
είστε ισοσκελισμένοι, -ες
έχει ισοσκελίσει
έχει ισοσκελισμένο
έχουν ισοσκελίσει
έχουν ισοσκελισμένο
έχει ισοσκελιστεί
είναι ισοσκελισμένος, -η, -ο
έχουν ισοσκελιστεί
είναι ισοσκελισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ισοσκελίσει
είχα ισοσκελισμένο
είχαμε ισοσκελίσει
είχαμε ισοσκελισμένο
είχα ισοσκελιστεί
ήμουν ισοσκελισμένος, -η
είχαμε ισοσκελιστεί
ήμαστε ισοσκελισμένοι, -ες
είχες ισοσκελίσει
είχες ισοσκελισμένο
είχατε ισοσκελίσει
είχατε ισοσκελισμένο
είχες ισοσκελιστεί
ήσουν ισοσκελισμένος, -η
είχατε ισοσκελιστεί
ήσαστε ισοσκελισμένοι, -ες
είχε ισοσκελίσει
είχε ισοσκελισμένο
είχαν ισοσκελίσει
είχαν ισοσκελισμένο
είχε ισοσκελιστεί
ήταν ισοσκελισμένος, -η, -ο
είχαν ισοσκελιστεί
ήταν ισοσκελισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ισοσκελίζωθα ισοσκελίζουμε, θα ισοσκελίζομεθα ισοσκελίζομαιθα ισοσκελιζόμαστε
θα ισοσκελίζειςθα ισοσκελίζετεθα ισοσκελίζεσαιθα ισοσκελίζεστε, θα ισοσκελιζόσαστε
θα ισοσκελίζειθα ισοσκελίζουν(ε)θα ισοσκελίζεταιθα ισοσκελίζονται
Fut
ur
θα ισοσκελίσωθα ισοσκελίσουμε, θα ισοσκελίζομεθα ισοσκελιστώθα ισοσκελιστούμε
θα ισοσκελίσειςθα ισοσκελίσετεθα ισοσκελιστείςθα ισοσκελιστείτε
θα ισοσκελίσειθα ισοσκελίσουν(ε)θα ισοσκελιστείθα ισοσκελιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ισοσκελίσει
θα έχω ισοσκελισμένο
θα έχουμε ισοσκελίσει
θα έχουμε ισοσκελισμένο
θα έχω ισοσκελιστεί
θα είμαι ισοσκελισμένος, -η
θα έχουμε ισοσκελιστεί
θα είμαστε ισοσκελισμένοι, -ες
θα έχεις ισοσκελίσει
θα έχεις ισοσκελισμένο
θα έχετε ισοσκελίσει
θα έχετε ισοσκελισμένο
θα έχεις ισοσκελιστεί
θα είσαι ισοσκελισμένος, -η
θα έχετε ισοσκελιστεί
θα είστε ισοσκελισμένοι, -ες
θα έχει ισοσκελίσει
θα έχει ισοσκελισμένο
θα έχουν ισοσκελίσει
θα έχουν ισοσκελισμένο
θα έχει ισοσκελιστεί
θα είναι ισοσκελισμένος, -η, -ο
θα έχουν ισοσκελιστεί
θα είναι ισοσκελισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ισοσκελίζωνα ισοσκελίζουμε, να ισοσκελίζομενα ισοσκελίζομαινα ισοσκελιζόμαστε
να ισοσκελίζειςνα ισοσκελίζετενα ισοσκελίζεσαινα ισοσκελίζεστε, να ισοσκελιζόσαστε
να ισοσκελίζεινα ισοσκελίζουν(ε)να ισοσκελίζεταινα ισοσκελίζονται
Aoristνα ισοσκελίσωνα ισοσκελίσουμε, να ισοσκελίσομενα ισοσκελιστώνα ισοσκελιστούμε
να ισοσκελίσειςνα ισοσκελίσετενα ισοσκελιστείςνα ισοσκελιστείτε
να ισοσκελίσεινα ισοσκελίσουν(ε)να ισοσκελιστείνα ισοσκελιστούν(ε)
Perfνα έχω ισοσκελίσει
να έχω ισοσκελισμένο
να έχουμε ισοσκελίσει
να έχουμε ισοσκελισμένο
να έχω ισοσκελιστεί
να είμαι ισοσκελισμένος, -η
να έχουμε ισοσκελιστεί
να είμαστε ισοσκελισμένοι, -ες
να έχεις ισοσκελίσει
να έχεις ισοσκελισμένο
να έχετε ισοσκελίσει
να έχετε ισοσκελισμένο
να έχεις ισοσκελιστεί
να είσαι ισοσκελισμένος, -η
να έχετε ισοσκελιστεί
να είστε ισοσκελισμένοι, -ες
να έχει ισοσκελίσει
να έχει ισοσκελισμένο
να έχουν ισοσκελίσει
να έχουν ισοσκελισμένο
να έχει ισοσκελιστεί
να είναι ισοσκελισμένος, -η, -ο
να έχουν ισοσκελιστεί
να είναι ισοσκελισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presισοσκέλιζεισοσκελίζετεισοσκελίζεστε
Aoristισοσκέλισεισοσκελίστεισοσκελίσουισοσκελιστείτε
Part
izip
Presισοσκελίζονταςισοσκελιζόμενος
Perfέχοντας ισοσκελίσει, έχοντας ισοσκελισμένοισοσκελισμένος, -η, -οισοσκελισμένοι, -ες, -α
InfinAoristισοσκελίσειισοσκελιστεί





Griechische Definition zu ισοσκελίζω

ισοσκελίζω [isoskelízo] -ομαι : εξισώνω τα δύο αντίθετα ποσά (ή σκέλη) ενός λογιστικού πίνακα.

[λόγ. ισοσκελ(ής) -ίζω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback