{η}  εντολή Subst.  [entoli, entolh]

{der}    Subst.
(1315)
{der}    Subst.
(1214)
{die}    Subst.
(314)
{die}  
Weisung (fachspr.)
  Subst.
(58)
{das}    Subst.
(36)

Etymologie zu εντολή

εντολή altgriechisch ἐντολή


GriechischDeutsch
Όσον αφορά τα μέτρα εναρμόνισης κατ’ εφαρμογή της απόφασης για το ραδιοφάσμα, η τεχνική συμβατότητα αποδεικνύεται με μελέτες συμβατότητας που εκπονεί η CEPT με βάση εντολή της Επιτροπής.Bei Harmonisierungsmaßnahmen gemäß der Frequenzentscheidung erfolgt der Nachweis der technischen Kompatibilität durch die von der CEPT im Auftrag der Kommission durchgeführt werden.

Übersetzung bestätigt

Οι μελέτες θεωρούνται ανεξάρτητες καθώς δεν καταρτίστηκαν με εντολή του δικαιούχου της ενίσχυσης και δεν συντάχθηκαν αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς της παρούσας εκτίμησης.Die Studien gelten als unabhängig, da sie weder vom Beihilfeempfänger in Auftrag gegeben noch ausschließlich für die Zwecke dieser Würdigung erstellt wurden.

Übersetzung bestätigt

Τα δάνεια και οι εγγυήσεις που αυτή χορηγούσε στην ΕΝΑΕ ήταν τόσο υψηλά που δεν θα ήταν δυνατό οι σχετικές αποφάσεις χορήγησης να ληφθούν από τη διοίκηση της ΕΤΒΑ χωρίς συναίνεση ή άμεση εντολή από μέρους του μοναδικού μετόχου της.Die von ihr an HSY gewährten Darlehen und Bürgschaften waren so hoch, dass die Unternehmensführung von ETVA die diesbezüglichen Zusagen unmöglich ohne Einverständnis oder unmittelbaren Auftrag ihres einzigen Anteilseigners treffen konnte.

Übersetzung bestätigt

Σήμερα οι χρηματοδοτικές υπηρεσίες δεν περιλαμβάνονται στην εντολή παροχής υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, η οποία δόθηκε στα PI.Finanzdienstleistungen fallen gegenwärtig nicht unter den PI erteilten Auftrag zur Erbringung einer Dienstleistung von allgemeinem wirtschaftlichem Interesse.

Übersetzung bestätigt

Σήμερα, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες δεν περιλαμβάνονται στην εντολή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος που έχει ανατεθεί στα PI.Finanzdienstleistungen sind gegenwärtig nicht in dem der PI erteilten Auftrag zur Erbringung von Dienstleistungen von allgemeinem wirtschaftlichem Interesse enthalten.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu εντολή

εντολή η [endolí] : 1.ενέργεια με την οποία πρόσωπο ή ομάδα που έχει εξουσία ζητά από κπ. να δράσει οπωσδήποτε με συγκεκριμένο τρόπο· παραγγελία, διαταγή: Aυστηρή εντολή. Δίνω σε κπ. εντολή. Tους έδωσε σαφείς και αυστηρές εντολές. Θα αναχωρήσω μόλις πάρω σχετική εντολή. Λυπάμαι αλλά έχω εντολή να μην επιτρέψω σε κανέναν την είσοδο. Δε δέχομαι εντολές από κανέναν, θα κάνω ό,τι εγώ αποφασίσω. Εκτελώ εντολές άλλων. (έκφρ.) κατ΄ εντολή (άλλου), σύμφωνα με τη διαταγή, τη βούληση άλλου: Ενεργεί κατ΄ εντολή των ανωτέρων του, όχι σύμφωνα με τη δική του βούληση. || (πολ.) ανάθεση: εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Διερευνητική* εντολή (σχηματισμού κυβέρνησης). [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback