δουλεύω Verb  [dulevo, thulevo, doyleyw]

  Verb
(801)
  Verb
(1)

Erklärung zu δουλεύω

Δούλευε να φας και κλέψε να 'χεις; Κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει

Etymologie zu δουλεύω

δουλεύω Koine-Griechisch δουλεύω altgriechisch δοῦλος Mykenisches Griechisch ???????????? (do-e-or) χαναανική *dōʾēlu (υπηρέτης, ακόλουθος)


GriechischDeutsch
Μου ήρθε μια ιδέα: μια ζωή από απομεινάρια την οποία έχω ξεκινήσει να δουλεύω -το επόμενό μου πρότζεκτ.Mir kam diese Idee: Ein voller kleiner Stücke, mit dem ich gerade zu arbeiten anfange -mein nächstes Projekt.

Übersetzung nicht bestätigt

Έτσι, έφτιαξα μια νέα τεχνολογία, και λατρεύω να είναι δημιουργικά τα πράγματα, και λατρεύω να δουλεύω με δημιουργικούς ανθρώπους.Ich habe also neue Technologie entwickelt, und ich liebe es kreativ zu sein, und mit kreativen Leuten zu arbeiten.

Übersetzung nicht bestätigt

Και θα δουλεύω ξυπόλυτη στην άμμο.Und ich werde barfuß am Strand arbeiten.

Übersetzung nicht bestätigt

Και πραγματικά δεν ήθελα να δουλεύω μόνο στο περίβλημα, αλλά πάνω στην συνολική ανθρώπινη εμπειρία.Ich wollte nicht nur an der Haut arbeiten, sondern an der gesamten menschlichen Erfahrung.

Übersetzung nicht bestätigt

Αλλά μετά από τρία ταξίδια στην Ανταρκτική, αποφάσισα ότι θα ήταν καλύτερα να δουλεύω σε πιο θερμά νερά.Doch nach drei Reisen in die Antarktis entschied ich, dass es vielleicht angenehmer wäre, in wärmeren Gewässern zu arbeiten.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu δουλεύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δουλεύωδουλεύουμε, δουλεύομεδουλεύομαιδουλευόμαστε
δουλεύειςδουλεύετεδουλεύεσαιδουλεύεστε, δουλευόσαστε
δουλεύειδουλεύουν(ε)δουλεύεταιδουλεύονται
Imper
fekt
δούλευαδουλεύαμεδουλευόμουν(α)δουλευόμαστε, δουλευόμασταν
δούλευεςδουλεύατεδουλευόσουν(α)δουλευόσαστε, δουλευόσασταν
δούλευεδούλευαν, δουλεύαν(ε)δουλευότανεδουλεύονταν, δουλευόντανε, δουλευόντουσαν
Aoristδούλεψαδουλέψαμεδουλεύτηκαδουλευτήκαμε
δούλεψεςδουλέψατεδουλεύτηκεςδουλευτήκατε
δούλεψεδούλεψαν, δουλέψαν(ε)δουλεύτηκεδουλεύτηκαν, δουλευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δουλέψει
έχω δουλεμένο
έχουμε δουλέψει
έχουμε δουλεμένο
έχω δουλευτεί
είμαι δουλεμένος, -η
έχουμε δουλευτεί
είμαστε δουλεμένοι, -ες
έχεις δουλέψει
έχεις δουλεμένο
έχετε δουλέψει
έχετε δουλεμένο
έχεις δουλευτεί
είσαι δουλεμένος, -η
έχετε δουλευτεί
είστε δουλεμένοι, -ες
έχει δουλέψει
έχει δουλεμένο
έχουν δουλέψει
έχουν δουλεμένο
έχει δουλευτεί
είναι δουλεμένος, -η, -ο
έχουν δουλευτεί
είναι δουλεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δουλέψει
είχα δουλεμένο
είχαμε δουλέψει
είχαμε δουλεμένο
είχα δουλευτεί
ήμουν δουλεμένος, -η
είχαμε δουλευτεί
ήμαστε δουλεμένοι, -ες
είχες δουλέψει
είχες δουλεμένο
είχατε δουλέψει
είχατε δουλεμένο
είχες δουλευτεί
ήσουν δουλεμένος, -η
είχατε δουλευτεί
ήσαστε δουλεμένοι, -ες
είχε δουλέψει
είχε δουλεμένο
είχαν δουλέψει
είχαν δουλεμένο
είχε δουλευτεί
ήταν δουλεμένος, -η, -ο
είχαν δουλευτεί
ήταν δουλεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δουλεύωθα δουλεύουμε, θα δουλεύομεθα δουλεύομαιθα δουλευόμαστε
θα δουλεύειςθα δουλεύετεθα δουλεύεσαιθα δουλεύεστε, θα δουλευόσαστε
θα δουλεύειθα δουλεύουν(ε)θα δουλεύεταιθα δουλεύονται
Fut
ur
θα δουλέψωθα δουλέψουμε, θα δουλέψομεθα δουλευτώθα δουλευτούμε
θα δουλέψειςθα δουλέψετεθα δουλευτείςθα δουλευτείτε
θα δουλέψειθα δουλέψουν(ε)θα δουλευτείθα δουλευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δουλέψει
θα έχω δουλεμένο
θα έχουμε δουλέψει
θα έχουμε δουλεμένο
θα έχω δουλευτεί
θα είμαι δουλεμένος, -η
θα έχουμε δουλευτεί
θα είμαστε δουλεμένοι, -ες
θα έχεις δουλέψει
θα έχεις δουλεμένο
θα έχετε δουλέψει
θα έχετε δουλεμένο
θα έχεις δουλευτεί
θα είσαι δουλεμένος, -η
θα έχετε δουλευτεί
θα είστε δουλεμένοι, -ες
θα έχει δουλέψει
θα έχει δουλεμένο
θα έχουν δουλέψει
θα έχουν δουλεμένο
θα έχει δουλευτεί
θα είναι δουλεμένος, -η, -ο
θα έχουν δουλευτεί
θα είναι δουλεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δουλεύωνα δουλεύουμενα δουλεύομαινα δουλευόμαστε
να δουλεύειςνα δουλεύετενα δουλεύεσαινα δουλεύεστε, να δουλευόσαστε
να δουλεύεινα δουλεύουννα δουλεύεταινα δουλεύονται
Aoristνα δουλέψωνα δουλέψουμενα δουλευτώνα δουλευτούμε
να δουλέψειςνα δουλέψετενα δουλευτείςνα δουλευτείτε
να δουλέψεινα δουλέψουννα δουλευτείνα δουλευτούν(ε)
Perfνα έχω δουλέψει
να έχω δουλεμένο
να έχουμε δουλέψει
να έχουμε δουλεμένο
να έχω δουλευτεί
να είμαι δουλεμένος, -η
να έχουμε δουλευτεί
να είμαστε δουλεμένοι, -ες
να έχεις δουλέψει
να έχεις δουλεμένο
να έχετε δουλέψει
να έχετε δουλεμένο
να έχεις δουλευτεί
να είσαι δουλεμένος, -η
να έχετε δουλευτεί
να είστε δουλεμένοι, -ες
να έχει δουλέψει
να έχει δουλεμένο
να έχουν δουλέψει
να έχουν δουλεμένο
να έχει δουλευτεί
να είναι δουλεμένος, -η, -ο
να έχουν δουλευτεί
να είναι δουλεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδούλευεδουλεύετεδουλεύεστε
Aoristδούλεψεδουλέψτε, δουλεύτεδουλέψουδουλευτείτε
Part
izip
Presδουλεύοντας
Perfέχοντας δουλέψει, έχοντας δουλεμένοδουλεμένος, -η, -οδουλεμένοι, -ες, -α
InfinAoristδουλέψειδουλευτεί







Griechische Definition zu δουλεύω

δουλεύω [δulévo] -ομαι : 1. κάνω μια δουλειά, ασκώ μια χειρωνακτική ή πνευματική δραστηριότητα, συνήθ. με βάση ένα πρόγραμμα, για να πετύχω κάποιο αποτέλεσμα· εργάζομαι: δουλεύω με / χωρίς μισθό. Πρέπει να δουλέψεις πολύ για να πετύχεις. ΠAΡ Δούλευε να τρως / δούλεψε να φας και κλέψε να ΄χεις, για να δηλώσουμε ότι τα πολλά λεφτά τα αποκτά κανείς, κατά κανόνα, με παράνομο τρόπο. α. ασκώ ένα επάγγελμα, εργάζομαι βιοποριστικά: δουλεύω στο δημόσιο / στην Ελλάδα / από μικρό παιδί. Δουλεύει για το ραδιόφωνο / για τον (τάδε), για λογαριασμό του. Δουλεύει ως καθηγητής. Δε δουλεύει, είναι άνεργος. (έκφρ.) δουλεύω μεροκάματο, εργάζομαι και πληρώνομαι με βάση το μεροκάματο. δουλεύει σαν μηχανή*. β1. δουλεύω κπ., εργάζομαι με πληρωμή στην υπηρεσία κάποιου: Tους δούλεψα δύο χρόνια. β2. δουλεύω για κπ. / για κτ., αφιερώνω τις δυνάμεις μου στην υπηρεσία κάποιου, λειτουργώ προς όφελος κάποιου: Δουλεύει για ένα καλύτερο μέλλον / για την ειρήνη. Δουλεύει για τον εχθρό. ΦΡ ο χρόνος* δουλεύει για κπ. κοιμάται και η τύχη του δουλεύει, για κπ. πολύ τυχερό που πετυχαίνει κτ. χωρίς να καταβάλει καμιά προσπάθεια. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback