δημιουργώ Verb  [dimiurgo, dimiurro, thimiurgo, dhmioyrgw]

schaffen (ugs.)
  Verb
(18)
  Verb
(8)
  Verb
(2)
  Verb
(0)

Etymologie zu δημιουργώ

δημιουργώ altgriechisch δημιουργέω / δημιουργῶ δημιουργός δῆμος + ἔργον


GriechischDeutsch
«δίδω υπόσταση» (instantiate) δημιουργώ ένα αντικείμενο το οποίο είναι σύμφωνο προς τον ορισμό, τα χαρακτηριστικά, τους ρόλους συσχέτισης και τους περιορισμούς που προσδιορίζονται για τον τύπο στον οποίο δίδεται υπόσταση· 11.„instanziieren“ (instantiate) ein Objekt schaffen, das der Definition sowie den für den instanziierten Typ festgelegten Attributen, Assoziationsrollen und Einschränkungen entspricht; 11. „Kartenebene“ (layer)

Übersetzung bestätigt

Και τώρα, πέρα από τη μυθολογία του, ξεκινώ να δημιουργώ έναν κόσμο.Und jetzt beginne ich, aus der Mythologie heraus eine Welt zu schaffen.

Übersetzung nicht bestätigt

Και έχω σκοπό να το κάνω και αυτό παρατηρώντας όσα νομίζω ότι αποτελούν μέρος της δημιουργικής μου εξέλιξης τα οποία συμπεριλαμβάνουν έναν αριθμό από γεγονότα που συνέβησαν, στην πραγματικότητα -το τίποτα ξεκίνησε ακόμα νωρίτερα από τη στιγμή κατά την οποία δημιουργώ κάτι καινούριο.Dazu werde ich das unter die Lupe nehmen, was ich als Teil meines kreativen Prozesses betrachte, was übrigens auch ein paar tatsächliche Geschenisse beinhaltet -das Nichts fing noch vor dem Moment an, in dem ich begann, Neues zu schaffen.

Übersetzung nicht bestätigt

Αλλά ήταν σημαντικό να δημιουργήσω και ένα τέλειο μέρος ή τουλάχιστον προσπάθησα, ώστε να δουλεύω και να δημιουργώ.Aber es war wichtig, einen perfekten Ort zu schaffen, also habe ich es versucht, um zu arbeiten und zu erschaffen.

Übersetzung nicht bestätigt

Αλλά φυσικά συνέχισα να δημιουργώ έργα τέχνης που ήταν ειλικρινή και ακατέργαστα διότι ξέχασα το πώς αντιδρούσε ο κόσμος στη δουλειά μου.Natürlich fuhr ich fort, Kunst zu schaffen, die ehrlich und roh war, weil ich vergaß, wie die Menschen auf meine Arbeit reagiert hatten.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
παράγω
φτιάχνω
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu δημιουργώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δημιουργώδημιουργούμεδημιουργούμαιδημιουργούμαστε
δημιουργείςδημιουργείτεδημιουργείσαιδημιουργείστε
δημιουργείδημιουργούν(ε)δημιουργείταιδημιουργούνται
Imper
fekt
δημιουργούσαδημιουργούσαμεδημιουργούμουνδημιουργούμαστε
δημιουργούσεςδημιουργούσατε
δημιουργούσεδημιουργούσαν(ε)δημιουργούνταν, δημιουργείτοδημιουργούνταν, δημιουργούντο
Aoristδημιούργησαδημιουργήσαμεδημιουργήθηκαδημιουργηθήκαμε
δημιούργησεςδημιουργήσατεδημιουργήθηκεςδημιουργηθήκατε
δημιούργησεδημιούργησαν, δημιουργήσαν(ε)δημιουργήθηκεδημιουργήθηκαν, δημιουργηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω δημιουργήσει
έχω δημιουργημένο
έχουμε δημιουργήσει
έχουμε δημιουργημένο
έχω δημιουργηθεί
είμαι δημιουργημένος, -η
έχουμε δημιουργηθεί
είμαστε δημιουργημένοι, -ες
έχεις δημιουργήσει
έχεις δημιουργημένο
έχετε δημιουργήσει
έχετε δημιουργημένο
έχεις δημιουργηθεί
είσαι δημιουργημένος, -η
έχετε δημιουργηθεί
είστε δημιουργημένοι, -ες
έχει δημιουργήσει
έχει δημιουργημένο
έχουν δημιουργήσει
έχουν δημιουργημένο
έχει δημιουργηθεί
είναι δημιουργημένος, -η, -ο
έχουν δημιουργηθεί
είναι δημιουργημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα δημιουργήσει
είχα δημιουργημένο
είχαμε δημιουργήσει
είχαμε δημιουργημένο
είχα δημιουργηθεί
ήμουν δημιουργημένος, -η
είχαμε δημιουργηθεί
ήμαστε δημιουργημένοι, -ες
είχες δημιουργήσει
είχες δημιουργημένο
είχατε δημιουργήσει
είχατε δημιουργημένο
είχες δημιουργηθεί
ήσουν δημιουργημένος, -η
είχατε δημιουργηθεί
ήσαστε δημιουργημένοι, -ες
είχε δημιουργήσει
είχε δημιουργημένο
είχαν δημιουργήσει
είχαν δημιουργημένο
είχε δημιουργηθεί
ήταν δημιουργημένος, -η, -ο
είχαν δημιουργηθεί
ήταν δημιουργημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δημιουργώθα δημιουργούμεθα δημιουργούμαιθα δημιουργούμαστε
θα δημιουργείςθα δημιουργείτεθα δημιουργείσαιθα δημιουργείστε
θα δημιουργείθα δημιουργούν(ε)θα δημιουργείταιθα δημιουργούνται
Fut
ur
θα δημιουργήσωθα δημιουργήσουμεθα δημιουργηθώθα δημιουργηθούμε
θα δημιουργήσειςθα δημιουργήσετεθα δημιουργηθείςθα δημιουργηθείτε
θα δημιουργήσειθα δημιουργήσουν(ε)θα δημιουργηθείθα δημιουργηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δημιουργήσει
θα έχω δημιουργημένο
θα έχουμε δημιουργήσει
θα έχουμε δημιουργημένο
θα έχω δημιουργηθεί
θα είμαι δημιουργημένος, -η
θα έχουμε δημιουργηθεί
θα είμαστε δημιουργημένοι, -ες
θα έχεις δημιουργήσει
θα έχεις δημιουργημένο
θα έχετε δημιουργήσει
θα έχετε δημιουργημένο
θα έχεις δημιουργηθεί
θα είσαι δημιουργημένος, -η
θα έχετε δημιουργηθεί
θα είστε δημιουργημένοι, -η
θα έχει δημιουργήσει
θα έχει δημιουργημένο
θα έχουν δημιουργήσει
θα έχουν δημιουργημένο
θα έχει δημιουργηθεί
θα είναι δημιουργημένος, -η, -ο
θα έχουν δημιουργηθεί
θα είναι δημιουργημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δημιουργώνα δημιουργούμενα δημιουργούμαινα δημιουργούμαστε
να δημιουργείςνα δημιουργείτενα δημιουργείσαινα δημιουργείστε
να δημιουργείνα δημιουργούν(ε)να δημιουργείταινα δημιουργούνται
Aoristνα δημιουργήσωνα δημιουργήσουμε, να δημιουργήσομενα δημιουργηθώνα δημιουργηθούμε
να δημιουργήσειςνα δημιουργήσετενα δημιουργηθείςνα δημιουργηθείτε
να δημιουργήσεινα δημιουργήσουν(ε)να δημιουργηθείνα δημιουργηθούν(ε)
Perfνα έχω δημιουργήσει
να έχω δημιουργημένο
να έχουμε δημιουργήσει
να έχουμε δημιουργημένο
να έχω δημιουργηθεί
να είμαι δημιουργημένος, -η
να έχουμε δημιουργηθεί
να είμαστε δημιουργημένοι, -ες
να έχεις δημιουργήσει
να έχεις δημιουργημένο
να έχετε δημιουργήσει
να έχετε δημιουργημένο
να έχεις δημιουργηθεί
να είσαι δημιουργημένος, -η
να έχετε δημιουργηθεί
να είστε δημιουργημένοι, -ες
να έχει δημιουργήσει
να έχει δημιουργημένο
να έχουν δημιουργήσει
να έχουν δημιουργημένο
να έχει δημιουργηθεί
να είναι δημιουργημένος, -η, -ο
να έχουν δημιουργηθεί
να είναι δημιουργημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδημιουργείτεδημιουργείστε
Aoristδημιούργησεδημιουργήστε, δημιουργήσετεδημιουργήσουδημιουργηθείτε
Part
izip
Presδημιουργώντας
Perfέχοντας δημιουργήσει, έχοντας δημιουργημένοδημιουργημένος, -η, -οδημιουργημένοι, -ες, -α
InfinAoristδημιουργήσειδημιουργηθεί











Griechische Definition zu δημιουργώ

δημιουργώ [δimiurγó] -ούμαι : 1. παράγω κτ., κάνω να υπάρξει κτ. που πριν δεν υπήρχε: Tίποτε δε δημιουργείται από το μηδέν. Ο άνθρωπος δημιούργησε τις τέχνες και τις επιστήμες. Mε τις επενδύσεις δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας. H πρόοδος της τεχνολογίας δημιούργησε νέες ανάγκες / δυνατότητες / προοπτικές. || (για το Θεό) δίνω υπόσταση, οντότητα, ζωή: Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback