{το}  γυάλισμα Subst.  [gialisma, jialisma, gyalisma]

{das}    Subst.
(40)

Etymologie zu γυάλισμα

γυάλισμα γυαλίζω + -μα


GriechischDeutsch
η αποφλοίωση, η μερική ή ολική λεύκανση, η στίλβωση και το γυάλισμα δημητριακών και ρυζιού·Schälen, teilweises oder vollständiges Bleichen, Polieren oder Glasieren von Getreide und Reis;

Übersetzung bestätigt

στ) η αποφλοίωση, η μερική ή ολική λεύκανση, η στίλβωση και το γυάλισμα δημητριακών και ρυζιού·Schälen, teilweises oder vollständiges Bleichen, Polieren oder Glasieren von Getreide und Reis;

Übersetzung bestätigt

Μυλόπετρες, λειαντικές πέτρες και παρόμοια είδη, χωρίς σκελετούς ή πλαίσια, για το ακόνισμα, το γυάλισμα, τη διόρθωση (ρεκτιφιέ), την κοπή ή τον τεμαχισμό, από φυσικές πέτρες (εκτός εκείνων που είναι από φυσικές λειαντικές ύλες συσσωματωμένες ή από κεραμευτικές ύλες, καθώς και εκτός από αρωματισμένες ελαφρόπετρες, πέτρες για το ακόνισμα ή το γυάλισμα με το χέρι και λειαντικούς δίσκους κλπ. ειδικά για οδοντιατρικούς τροχούς)Mühlsteine, Schleifsteine und dergl., ohne Gestell, zum Schleifen, Polieren, Richten, Schneiden oder Trennen, aus Naturstein (ausg. aus agglomerierten natürlichen Schleifstoffen oder keramisch hergestellt sowie parfümierte Bimssteine, Wetzund Poliersteine für den Handgebrauch, und Schleifscheiben usw. speziell für Dentalbohrmaschinen)

Übersetzung bestätigt

Μυλόπετρες, λειαντικές πέτρες και παρόμοια είδη, χωρίς σκελετούς ή πλαίσια, για το ακόνισμα, το γυάλισμα, τη διόρθωση (ρεκτιφιέ), την κοπή ή τον τεμαχισμό, από λειαντικά συσσωματωμένα ή κεραμευτικές ύλες (εκτός εκείνων που είναι από συνθετικό ή φυσικό διαμάντι, συσσωματωμένο, καθώς και εκτός από πέτρες για το ακόνισμα ή το γυάλισμα με το χέρι, αρωματισμένες ελαφρόπετρες και λειαντικούς δίσκους κλπ. ειδικά για οδοντιατρικούς τροχούς)Mühlsteine, Schleifsteine und dergl., ohne Gestell, zum Schleifen, Polieren, Richten, Schneiden oder Trennen, aus agglomerierten Schleifstoffen oder keramisch hergestellt (ausg. aus agglomerierten synthetischen oder natürlichen Diamanten sowie Wetzund Poliersteine für den Handgebrauch, parfümierte Bimssteine, Schleifscheiben usw. speziell für Dentalbohrmaschinen)

Übersetzung bestätigt

Μυλόπετρες, λειαντικές πέτρες και παρόμοια είδη, χωρίς σκελετούς ή πλαίσια, για το ακόνισμα, το γυάλισμα, τη διόρθωση (ρεκτιφιέ), την κοπή ή τον τεμαχισμό, από συνθετικό ή φυσικό διαμάντι, συσσωματωμένο (εκτός από πέτρες για το ακόνισμα ή το γυάλισμα με το χέρι, καθώς και λειαντικούς δίσκους κλπ. ειδικά για οδοντιατρικούς τροχούς)Mühlsteine, Schleifsteine und dergl., ohne Gestell, zum Schleifen, Polieren, Richten, Schneiden oder Trennen, aus agglomerierten synthetischen oder natürlichen Diamanten (ausg. Wetzoder Poliersteine für den Handgebrauch sowie Schleifscheiben usw. speziell für Dentalbohrmaschinen)

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme



Griechische Definition zu γυάλισμα

γυάλισμα το [jádivzma] : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γυαλίζω: Tα παπούτσια σου θέλουν γυάλισμα. Tο γυάλισμα των επίπλων / του παρκέ.

[γυαλισ- (γυαλίζω) -μα]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback