βαρύς Subst.  [varis, barys]

{die}    Subst.
(0)

Etymologie zu βαρύς

βαρύς altgriechisch βαρύς proto-indogermanisch *gʷréh₂us *gʷreh₂ (βαρύς) +‎ *-us


GriechischDeutsch
Το παιδί μου είναι τραυματισμένο βαριά.Meinem Jungen geht es sehr schlecht

Übersetzung nicht bestätigt

"Πολύ βαριά αυτή η αρνίσια μπριζόλα," είπε ο ανθρωπάκος."Ganz schön schwer, dieses Lammkotelett!"

Übersetzung nicht bestätigt

Τα δικά σου είναι βαριά!"Ihre sind wirklich stark.

Übersetzung nicht bestätigt

Ήσασταν παρούσα στη συμπλοκή στην οποία αυτός ο άνδρας... με τη συνηθισμένη του ανδρεία... τραυμάτισε βαριά δυο απροστάτευτους ντόπιους.Sie waren zugegen, als die Schlägerei stattfand, während der der Gefangene... mit seiner üblichen Tapferkeit... zwei hilflose Einheimische schwer verletzte.

Übersetzung nicht bestätigt

Είναι βαριά τραυματισμένος;Ist er schwer verletzt?

Übersetzung nicht bestätigt





Griechische Definition zu βαρύς

βαρύς, επίθ.· ονομ. πληθ. βαροί· αιτιατ. πληθ. βαρούς.

1)
α) Που έχει βάρος:
(Ερωτόκρ. Β´ 2145), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1386]
β) βραδύς:
βαρά-βαρά ’ν’ τα ζάλα σου (Θυσ. 567).
2)
α) Που έχει δύναμη:
(Κορων., Μπούας 142
β) ισχυρός, δυνατός:
κτύπημα να πάρουσι βαρύ (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [310]· Διγ. Α 984).
3) (Μεταφ.)
α) δυσβάστακτος, επαχθής, καταθλιπτικός:
(Γλυκά, Στ. 248
βαρύ … μαντάτο (Θυσ. 149
πόσο βαρά είναι η ζήση μας (Ροδολ. Β´ 332
β) προσβλητικός:
λόγια άσχημα και βαρέα (Σοφιαν., Παιδαγ. 104).
4) Δύσπεπτος:
(Ιερακοσ. 3787).
5) Πυκνός:
το βαρύν το σκότος (Ανακάλ. 9
σύννεφο βαρύ (Πεντ. Έξ. XIX 16).
6) (Προκ. για οσμή) δυνατός· δυσάρεστος:
(Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [203]).
7) Υπερβολικός:
κίνδυνον πολλά βαρύ (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [808]).
8) (Προκ. για ύπνο) βαθύς:
(Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1016]).
9) Δυσοίωνος:
όνειρο βαρύ (Ερωτόκρ. Δ´ 50).
10) Δύσκολος:
(Πεντ. Έξ. ΧVIII 18).
11) (Προκ. για λόγια) σοβαρός, σημαντικός:
(Ερωτόκρ. Γ´ 1143).
12) Δεινός, κακός:
τι πέσιμον βαρύ! (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [1273]
(προκ. για ασθένεια) κρίσιμος, επικίνδυνος:
(Ιστ. πατρ. 15216).
13) Θλιμμένος, πικραμένος:
(Θυσ. 691
καρδιά … βαρά και φουσκωμένη (Ιμπ. (Legr.) 393
φρ. πιάνω βαρύ το πράμα = στενοχωρούμαι:
(Ερωτόκρ. Β´ 725).
14) (Προκ. για πόλεμο) σφοδρός:
(Αχέλ. 786).
15) Πλούσιος:
ο Αβράμ βαρύς πολλά εις το ζωντόβολο, εις το ασήμι και εις το μάλαμα (Πεντ. Γέν. XIII 2).
16) (Προκ. για τον έρωτα) ισχυρός, πανίσχυρος:
(Διγ. O 1563).
17) Πολυάριθμος:
ποίμινιο και βουκόλιο ζωντόβολο βαρύ πολλά (Πεντ. Έξ. XII 38).
Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = δυσκολία:
με τον καιρό τα δύσκολα και τα βαρά αλαφραίνου (Ερωτόκρ. Γ´ 1631).
[αρχ. επίθ. βαρύς. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback