{το}  βάπτισμα Subst.  [vaptisma, baptisma]

{die}    Subst.
(121)
(11)

Etymologie zu βάπτισμα

βάπτισμα Koine-Griechisch βάπτισμα


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu βάπτισμα

βάπτισμα το [váptizma] & βάφτισμα το [váftizma] : μυστήριο της χριστιανικής θρησκείας, κατά το οποίο, αυτός που βαφτίζεται, βυθίζεται σε αγιασμένο νερό (ή, σε άλλα δόγματα, ραντίζεται με αυτό), απαλλάσσεται από το προπατορικό αμάρτημα και γίνεται χριστιανός: Aπό τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες το βάπτισμα καθιερώθηκε κατά την παιδική ηλικία. ΦΡ παίρνω το βάπτισμα (με ουσ. σε γεν.), δοκιμάζω κτ. για πρώτη φορά: Πήρε το βάπτισμα της σκηνής, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο. παίρνω το βάπτισμα του πυρός, πηγαίνω για πρώτη φορά στον πόλεμο και με επέκταση δοκιμάζω κτ. για πρώτη φορά: Πήρε το βάπτισμα του πυρός στις εκλογές, κατέβηκε για πρώτη φορά ως υποψήφιος.

[λόγ. < ελνστ. βάπτισμα· μσν. βάφτισμα < ελνστ. βάπτισμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback