απουσιάζω Verb  [apusiazo, apoysiazw]

  Verb
(0)
(0)
weg sein (ugs.)
(0)

Etymologie zu απουσιάζω

απουσιάζω altgriechisch ἀπουσία


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
λείπω
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu απουσιάζω

απουσιάζω [apusiázo] .1α : 1α.δε βρίσκομαι σε ένα συγκεκριμένο χρόνο στον τόπο όπου θα έπρεπε να είμαι ή όπου συνήθ. είμαι· λείπω: Ο γιατρός δε θα δεχτεί επισκέψεις, γιατί θα απουσιάσει. Πήγα σπίτι του να τον δω, μου είπαν όμως ότι απουσιάζει. || (ειδικότ.) λείπω από το σχολείο ή από το χώρο εργασίας, όπου υποχρεωτικά έπρεπε να βρίσκομαι: Aπουσιάζει συχνά από το σχολείο, γιατί είναι φιλάσθενο παιδί, κάνει απουσίες. Πήρε άδεια από τον προϊστάμενό του να απουσιάσει δύο ώρες από την υπηρεσία του. β. λείπω από μια κοινή προσπάθεια ή δραστηριότητα, αρνούμαι ή αποφεύγω να συμμετάσχω και να συμβάλω σε αυτή, είμαι απών: Σε όλες τις δύσκολες ώρες της ζωής της, η οικογένειά της απουσίαζε. Δεν πρέπει να απουσιάσει κανένας από το προσκλητήριο της πατρίδας / από τη σταυροφορία για την προστασία της φύσης. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback