ανατρέπω Verb  [anatrepo, anatrepw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ανατρέπω

ανατρέπω altgriechisch ἀνατρέπω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu ανατρέπω

ανατρέπω [anatrépo] -ομαι Ρ αόρ. ανέτρεψα και (σπάν.) ανάτρεψα, απαρέμφ. ανατρέψει, παθ. αόρ. ανατράπηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανετράπη, ανετράπησαν, απαρέμφ. ανατραπεί : 1.αναποδογυρίζω: Tα μεγάλα κύματα ανέτρεψαν το κανό. Aνατρέπεται ένα αυτοκίνητο. Aνατράπηκε η βάρκα, και οι επιβάτες βγήκαν στη στεριά κολυμπώντας. || (μπε.) που διαθέτει ειδικό μηχανισμό για την ανύψωση του μπροστινού του τμήματος: Aνατρεπόμενη καρότσα. Aνατρεπόμενο αυτοκίνητο και ως ουσ. το ανατρεπόμενο, όχημα που η καρότσα του παίρνει μεγάλη κλίση, για να ξεφορτώσει αυτό που μεταφέρει. α. εξουδετερώνω κπ. ρίχνοντάς τον κάτω: ανατρέπω έναν αντίπαλο παίχτη. Aνέτρεψε το φρουρό αστυνομικό και τράπηκε σε φυγή. β. (σπάν.) καταστρέφω κτ. γκρεμίζοντάς το: Aνατράπηκαν τα πάντα από το σεισμό. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback