υπερβολικός -ή -ό Adj.  [ipervolikos -i -o, yperbolikos -h -o]

  Adj.
(32)
  Adj.
(9)
  Adj.
(8)
(4)
  Adj.
(3)
  Adj.
(1)
  Adj.
(0)
  Adj.
(0)
  Adj.
(0)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Η ουκρανική κυβέρνηση σχολίασε τα προαναφερθέντα συμπεράσματα με το επιχείρημα ότι ο ισχυρισμός ότι η κατάργηση των μέτρων αντιντάμπινγκ θα οδηγούσε σε μεταστροφή του ουκρανού παραγωγού προς την αγορά της Ένωσης είναι υπερβολικός και μη λογικός.Die Regierung der Ukraine nahm zu den obigen Erkenntnissen Stellung und wandte ein, dass die Behauptung, die Aufhebung der Antidumpingmaßnahmen würde dazu führen, dass sich die ukrainischen Hersteller dem EU-Markt zuwenden würden, übertrieben und unbegründet sei.

Übersetzung bestätigt

Κατά την άποψή µου είναι υπερβολικός.Das ist meiner Meinung nach übertrieben.

Übersetzung bestätigt

Νομίζω ότι είναι λίγο υπερβολικός όταν μιλά για αποτυχία σχετικά.Meiner Meinung nach ist es etwas übertrieben, von einem Misserfolg in dieser Hinsicht zu sprechen.

Übersetzung bestätigt

Είναι όμως υπερβολικός ο ισχυρισμός, όπως καταγράφεται στην αιτιολογία της παρούσας έκθεσης, ότι η εσωτερική αγορά, βασική παράμετρος της οποίας είναι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, αποτελεί στην καθημερινή ζωή των διασυνοριακών εργαζομένων μια τέλεια φαρσοκωμωδία.Es ist aber übertrieben zu behaupten, wie das in der Begründung dieses Berichtes steht, der Binnenmarkt, zu dessen zentralen Punkten die Freizügigkeit der Arbeitnehmer gehört, stelle für das tägliche Leben der Grenzgänger eine absolute Farce dar.

Übersetzung bestätigt

Πρέπει να πω, όμως ότι, τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να διενεργήσουμε μία διεξοδική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας αυτού του δημοσιονομικού κανονισμού προκειμένου να προσδιοριστεί ο βαθμός στον οποίο οι κανόνες που περιέχονται σε αυτόν μπορεί να είναι υπερβολικός ή όχι και αν είναι ή όχι η αιτία του αφύσικα μεγάλου αριθμού σημαντικών λαθών που εντοπίζονται κάθε χρόνο από το Ελεγκτικό Συνέδριο.Ich muss allerdings sagen, dass wir in den nächsten Jahren die Wirksamkeit dieser Haushaltsordnung gründlich prüfen müssen, um zu ermitteln, inwieweit die darin enthaltenen Vorschriften vielleicht übertrieben sind und ob sie die Ursache für die ungewöhnlich hohe Zahl erheblicher Fehler sind, die der Rechnungshof jedes Jahr entdeckt.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

  • υπερβολικός (maskulin)
  • υπερβολική (feminin)
  • υπερβολικό (neutrum)


Griechische Definition zu υπερβολικός -ή -ό

υπερβολικός -ή -ό [ipervodivkós] : I1.που υπερβαίνει το συνηθισμένο, το κανονικό ή το θεμιτό όριο, που γίνεται ή που λέγεται με υπερβολή: Kάνει υπερβολική ζέστη σήμερα. Έτρεχε με υπερβολική ταχύτητα. Είχε υπερβολικές αξιώσεις. Δεν μπορεί το υπερβολικό φως. Δε μ΄ αρέσουν οι υπερβολικές ευγένειες. Mη δίνεις υπερβολική σημασία. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback