τελευταίος -α -ο Adj.  [telefteos -a -o, teleytaios -a -o]

  Adj.
(1218)
(208)
(2)

GriechischDeutsch
Ο τέταρτος και τελευταίος τύπος ενίσχυσης λειτουργίας που δύναται να εγκριθεί είναι ενίσχυση για τη συνδυασμένη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θέρμανσης (τμήμα E.3.4).Die vierte und letzte mögliche Betriebsbeihilfe ist die Beihilfe für Kraft-Wärme-Kopplung (Punkt E.3.4).

Übersetzung bestätigt

Ενόψει των προαναφερομένων η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν πληρούται ούτε ο τελευταίος όρος του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70 σύμφωνα με τον οποίο η ενίσχυση δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη νόθευση του ανταγωνισμού σε βαθμό που θα αντίκειται στο κοινό συμφέρον.Aufgrund obiger Ausführungen ist die Kommission der Auffassung, dass auch die letzte Bedingung nach Artikel 3 Absatz 1 Buchstabe b der Verordnung (EWG) Nr. 1107/70 nicht erfüllt ist, dass nämlich die Beihilfe zu keiner Wettbewerbsverfälschung führen darf, die aufgrund ihres Umfangs dem gemeinschaftlichen Interesse zuwiderläuft.

Übersetzung bestätigt

να αποδείξει ότι ο ίδιος ή ο τελευταίος επιχειρηματίας, στις περιπτώσεις που ο προμηθευτής ασχολείται μόνο με προσυσκευασμένους σπόρους για σπορά ή κονδύλους γεωμήλων για φύτευση, έχουν υποβληθεί στο σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 834/2007·nachweisen, dass er oder — wenn er nur mit vorverpacktem Saatgut oder vorverpackten Pflanzkartoffeln handelt — der letzte Unternehmer sich dem Kontrollsystem gemäß Artikel 27 der Verordnung (EG) Nr. 834/2007 unterstellt hat;

Übersetzung bestätigt

ιη) «τελικός καταναλωτής»: ο τελευταίος καταναλωτής τροφίμων, ο οποίος δεν χρησιμοποιεί τα τρόφιμα στο πλαίσιο λειτουργίας ή δραστηριότητας μιας επιχείρησης τροφίμων·„Endverbraucher“: der letzte Verbraucher eines Lebensmittels, der das Lebensmittel nicht im Rahmen eines Lebensmittelunternehmens oder -gewerbes verwendet;

Übersetzung bestätigt

Μη απαλλαγμένο και τελευταίος έλεγχος αρνητικός: η αγέλη ελέγχθηκε και τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά στον τελευταίο έλεγχο αλλά δεν είναι «απαλλαγμένο» ούτε «επισήμως απαλλαγμένο».Nicht seuchenfrei und letzte Kontrolle negativ: Letzte Bestandskontrolle negativ; Bestand ist jedoch weder seuchenfrei noch amtlich anerkannt seuchenfrei.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • τελευταίος (maskulin)
  • τελευταία (feminin)
  • τελευταίο (neutrum)


Griechische Definition zu τελευταίος -α -ο

τελευταίος -α -ο [teleftéos] : 1. ANT πρώτος. α. (τοπ.) που ύστερα από αυτόν δεν υπάρχει άλλος: Tο τελευταίο σπίτι πριν από τη διασταύρωση. Kάθεται στο τελευταίο θρανίο. Tο τελευταίο γράμμα μιας λέξης, τελικό. || (ως ουσ.) ο τελευταίος: Nα απαντήσει ο τελευταίος -α -ο, αυτός που κάθεται στην τελευταία σειρά. β. (χρον.) β1. που δεν ακολουθεί άλλος ύστερα από αυτόν, σε μια σειρά προσώπων ή πραγμάτων ή σε μια ακολουθία γεγονό των, καταστάσεων ή ενεργειών: Έφτασε και ο τελευταίος -α -ο καλεσμένος. Έρχεται πάντα τελευταίος -α -ο. Tο τελευταίο τρένο περνάει στις έντεκα. Ο Δεκέμβριος είναι ο τελευταίος -α -ο μήνας του χρόνου. Οι τελευταίες μέρες του πολέμου. H τελευταία φάση ενός έργου, τελική. Σου το λέω για τελευταία φορά!, ως τελευταία αυστη ρή προειδοποίηση. Είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που λέω / κάνω κτ., ως αμετάκλητη απόφαση να μην επαναλάβω κτ. Tελευταία τιμή, η πιο χαμηλή που μπορεί να γίνει: Aυτή είναι η τελευταία σας τιμή; || (πριν από ένα κρίσιμο σημείο) ύστατος: Έκανε μια τελευταία προσπάθεια. Tην τελευταία στιγμή ήρθε η σωτηρία. (έκφρ.) σε τελευταία / τελική ανάλυ ση*. έχω / λέω την τελευταία λέξη / τον τελευταίο λόγο, εγώ παίρνω την τελική, οριστική απόφαση. τελευταίο χέρι, οι τελευταίες λεπτομέρειες σε μια εργασία. (ως την) τελευταία ρανίδα* του αίματος. τελευταίος -α -ο και τυχερός, το να είσαι τελευταίος πολλές φορές είναι θετικό. ΦΡ παίζω το τελευταίο μου χαρτί*. ΠAΡ Γελάει* καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος -α -ο. || (ως ουσ.) ο τελευταίος: Ο τελευταίος -α -ο αρνήθηκε να υπογράψει, αυτός που τον ανέφερα τελευταίο. (έκφρ.) από τον πρώτο ως τον τελευταίο, όλοι ανεξαιρέτως. (δεν είναι) ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος -α -ο (που κάνει / που του συμβαίνει κτ.), για κτ. που γίνεται, που συμβαίνει συχνά, σε πολλούς. β2. όταν γίνεται αναφορά στο τέρμα της ζωής, στο θάνατο: Ήρθε η τελευταία του ώρα / στιγμή. H τελευταία του επιθυμία. Ο τελευταίος -α -ο αποχαιρετισμός, το ύστατο χαίρε. Συνοδεύω κπ. ως την τελευταία του κατοικία, στον τάφο. Aποδίδω σε κπ. τις τελευταίες τιμές, κατά τον ενταφιασμό του. (έκφρ.) είναι στα τελευταία του, πεθαίνει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback