συνθέτω Verb  [sintheto, synthetw]

  Verb
(3)
  Verb
(0)

Etymologie zu συνθέτω

συνθέτω altgriechisch συντίθημι


GriechischDeutsch
Γι' αυτό πρέπει να συνθέτω καθώς θα τραγουδώ.Ich muss also komponieren, während ich singe.

Übersetzung nicht bestätigt

Θα ήθελα να... γράφω και να συνθέτω και έλεγα αν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μουσική κάποια στιγμή, γιατί νομίζω... ότι έχεις πολλά να μου μάθεις.Ich würde gern Songs schreiben und komponieren. Könnten wir uns mal treffen und über Musik reden? Ich glaube, Sie könnten mir viele Tipps geben, von Frau zu Frau.

Übersetzung nicht bestätigt

Μπορεις να με φανταστεις να συνθέτω;Meinen Sie, ich könnte komponieren?

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu συνθέτω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συνθέτωσυνθέτουμε, συνθέτομεσυντίθεμαισυντιθέμεθα
συνθέτειςσυνθέτετεσυντίθεσαισυντίθεσθε
συνθέτεισυνθέτουν(ε)συντίθεταισυντίθενται
Imper
fekt
συνέθετασυνθέταμε
συνέθετεςσυνθέτατε
συνέθετεσυνέθεταν, συνθέταν(ε)συνετίθετοσυνετίθεντο
Aoristσυνέθεσα, σύνθεσασυνθέσαμεσυντέθηκασυντεθήκαμε
συνέθεσες, σύνθεσεςσυνθέσατεσυντέθηκεςσυντεθήκατε
συνέθεσε, σύνθεσεσυνέθεσαν, σύνθεσαν, συνθέσαν(ε)συντέθηκεσυντέθηκαν, συντεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συνθέσειέχουμε συνθέσειέχω συντεθεί
είμαι συντεθειμένος, -η
έχουμε συντεθεί
είμαστε συντεθειμένοι, -ες
έχεις συνθέσειέχετε συνθέσειέχεις συντεθεί
είσαι συντεθειμένος, -η
έχετε συντεθεί
είστε συντεθειμένοι, -ες
έχει συνθέσειέχουν συνθέσειέχει συντεθεί
είναι συντεθειμένος, -η, -ο
έχουν συντεθεί
είναι συντεθειμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συνθέσειείχαμε συνθέσειείχα συντεθεί
ήμουν συντεθειμένος, -η
είχαμε συντεθεί
ήμαστε συντεθειμένοι, -ες
είχες συνθέσειείχατε συνθέσειείχες συντεθεί
ήσουν συντεθειμένος, -η
είχατε συντεθεί
ήσαστε συντεθειμένοι, -ες
είχε συνθέσειείχαν συνθέσειείχε συντεθεί
ήταν συντεθειμένος, -η, -ο
είχαν συντεθεί
ήταν συντεθειμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συνθέτωθα συνθέτουμε, θα συνθέτομεθα συντίθεμαιθα συντιθέμεθα
θα συνθέτειςθα συνθέτετεθα συντίθεσαιθα συντίθεσθε
θα συνθέτειθα συνθέτουν(ε)θα συντίθεταιθα συντίθενται
Fut
ur
θα συνθέσωθα συνθέσουμε, θα συνθέσομεθα συντεθώθα συντεθούμε
θα συνθέσειςθα συνθέσετεθα συντεθείςθα συντεθείτε
θα συνθέσειθα συνθέσουν(ε)θα συντεθείθα συντεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συνθέσειθα έχουμε συνθέσειθα έχω συντεθεί
θα είμαι συντεθειμένος, -η
θα έχουμε συντεθεί
θα είμαστε συντεθειμένοι, -ες
θα έχεις συνθέσειθα έχετε συνθέσειθα έχεις συντεθεί
θα είσαι συντεθειμένος, -η
θα έχετε συντεθεί
θα είστε συντεθειμένοι, -ες
θα έχει συνθέσειθα έχουν συνθέσειθα έχει συντεθεί
θα είναι συντεθειμένος, -η, -ο
θα έχουν συντεθεί
θα είναι συντεθειμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συνθέτωνα συνθέτουμε, να συνθέτομενα συντίθεμαινα συντιθέμεθα
να συνθέτειςνα συνθέτετενα συντίθεσαινα συντίθεσθε
να συνθέτεινα συνθέτουν(ε)να συντίθεταινα συντίθενται
Aoristνα συνθέσωνα συνθέσουμε, να συνθέσομενα συντεθώνα συντεθούμε
να συνθέσειςνα συνθέσετενα συντεθείςνα συντεθείτε
να συνθέσεινα συνθέσουν(ε)να συντεθείνα συντεθούν(ε)
Perfνα έχω συνθέσεινα έχουμε συνθέσεινα έχω συντεθεί
να είμαι συντεθειμένος, -η
να έχουμε συντεθεί
να είμαστε συντεθειμένοι, -ες
να έχεις συνθέσεινα έχετε συνθέσεινα έχεις συντεθεί
να είσαι συντεθειμένος, -η
να έχετε συντεθεί
να είστε συντεθειμένοι, -ες
να έχει συνθέσεινα έχουν συνθέσεινα έχει συντεθεί
να είναι συντεθειμένος, -η, -ο
να έχουν συντεθεί
να είναι συντεθειμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presέκθετεσυνθέτετεσυντίθεσθε
Aoristέκθεσεσυνθέσετε, συνθέστεσυνθέσουσυντεθείτε
Part
izip
Presσυνθέτοντας
Perfέχοντας συνθέσεισυντεθειμένος, -η, -οσυντεθειμένοι, -ες, -α
InfinAoristσυνθέσεισυντεθεί







Griechische Definition zu συνθέτω

συνθέτω [sinθéto] -ομαι, συντίθεμαι [sindíθeme] Ρ αόρ. συνέθεσα και (προφ.) σύνθεσα, απαρέμφ. συνθέσει, παθ. συντίθεμαι, συντίθεσαι, συντί θεται, συντιθέμεθα, συντίθεστε, συντίθενται, και (προφ.) συνθέτομαι, αόρ. συντέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνετέθη, συνετέθησαν, απαρέμφ. συντεθεί, μππ. συνθεμένος και συντεθειμένος* : 1.συγκεντρώνω μεμονωμένα στοιχεία και απαρτίζω ένα οργανωμένο σύνολο: Tα άτομα συνθέτουν τις κοινωνίες. Ο νους συνθέτει και αναλύει τις έννοιες. Tα πολιτικά, τα κοινωνικά και τα οικολογικά προβλήματα συνθέτουν την ελληνική πραγματικότητα. Tυπικά στοιχεία από τα οποία συντίθεται η προφορική ποίη ση. (απαρχ. έκφρ.) (κτ. διαλύεται) εις τα εξ ων συνετέθη, για πλήρη διάλυ ση, αποσύνθεση. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback