σπέρνω Verb  [sperno, spernw]

  Verb
(0)

Etymologie zu σπέρνω

σπέρνω mittelgriechisch σπέρνω altgriechisch σπείρω proto-griechisch *spéřřō proto-indogermanisch *sper-[1] (σπέρνω, διασπείρω, σκορπίζω)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Saatgut ausbringen
säen

Grammatik

Grammatik zu σπέρνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σπέρνωσπέρνουμε, σπέρνομεσπέρνομαισπερνόμαστε
σπέρνειςσπέρνετεσπέρνεσαισπέρνεστε, σπερνόσαστε
σπέρνεισπέρνουν(ε)σπέρνεταισπέρνονται
Imper
fekt
έσπερνασπέρναμεσπερνόμουν(α)σπερνόμαστε, σπερνόμασταν
έσπερνεςσπέρνατεσπερνόσουν(α)σπερνόσαστε, σπερνόσασταν
έσπερνεέσπερναν, σπέρναν(ε)σπερνόταν(ε)σπέρνονταν, σπερνόντανε, σπερνόντουσαν
Aoristέσπειρασπείραμεσπάρθηκασπαρθήκαμε
έσπειρεςσπείρατεσπάρθηκεςσπαρθήκατε
έσπειρεέσπειραν, σπείραν(ε)σπάρθηκεσπάρθηκαν, σπαρθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σπείρει
έχω σπαρμένο
έχουμε σπείρει
έχουμε σπαρμένο
έχω σπαρθεί
είμαι σπαρμένος, -η
έχουμε σπαρθεί
είμαστε σπαρμένοι, -ες
έχεις σπείρει
έχεις σπαρμένο
έχετε σπείρει
έχετε σπαρμένο
έχεις σπαρθεί
είσαι σπαρμένος, -η
έχετε σπαρθεί
είστε σπαρμένοι, -ες
έχει σπείρει
έχει σπαρμένο
έχουν σπείρει
έχουν σπαρμένο
έχει σπαρθεί
είναι σπαρμένος, -η, -ο
έχουν σπαρθεί
είναι σπαρμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σπείρει
είχα σπαρμένο
είχαμε σπείρει
είχαμε σπαρμένο
είχα σπαρθεί
ήμουν σπαρμένος, -η
είχαμε σπαρθεί
ήμαστε σπαρμένοι, -ες
είχες σπείρει
είχες σπαρμένο
είχατε σπείρει
είχατε σπαρμένο
είχες σπαρθεί
ήσουν σπαρμένος, -η
είχατε σπαρθεί
ήσαστε σπαρμένοι, -ες
είχε σπείρει
είχε σπαρμένο
είχαν σπείρει
είχαν σπαρμένο
είχε σπαρθεί
ήταν σπαρμένος, -η, -ο
είχαν σπαρθεί
ήταν σπαρμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σπέρνωθα σπέρνουμε, θα σπέρνομεθα σπέρνομαιθα σπερνόμαστε
θα σπέρνειςθα σπέρνετεθα σπέρνεσαιθα σπέρνεστε, θα σπερνόσαστε
θα σπέρνειθα σπέρνουν(ε)θα σπέρνεταιθα σπέρνονται
Fut
ur
θα σπείρωθα σπείρουμε, θα σπείρομεθα σπαρθώθα σπαρθούμε
θα σπείρειςθα σπείρετεθα σπαρθείςθα σπαρθείτε
θα σπείρειθα σπείρουν(ε)θα σπαρθείθα σπαρθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σπείρει
θα έχω σπαρμένο
θα έχουμε σπείρει
θα έχουμε σπαρμένο
θα έχω σπαρθεί
θα είμαι σπαρμένος, -η
θα έχουμε σπαρθεί
θα είμαστε σπαρμένοι, -ες
θα έχεις σπείρει
θα έχεις σπαρμένο
θα έχετε σπείρει
θα έχετε σπαρμένο
θα έχεις σπαρθεί
θα είσαι σπαρμένος, -η
θα έχετε σπαρθεί
θα είστε σπαρμένοι, -ες
θα έχει σπείρει
θα έχει σπαρμένο
θα έχουν σπείρει
θα έχουν σπαρμένο
θα έχει σπαρθεί
θα είναι σπαρμένος, -η, -ο
θα έχουν σπαρθεί
θα είναι σπαρμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σπέρνωνα σπέρνουμε, να σπέρνομενα σπέρνομαινα σπερνόμαστε
να σπέρνειςνα σπέρνετενα σπέρνεσαινα σπέρνεστε, να σπερνόσαστε
να σπέρνεινα σπέρνουν(ε)να σπέρνεταινα σπέρνονται
Aoristνα σπείρωνα σπείρουμε, να σπείρομενα σπαρθώνα σπαρθούμε
να σπείρειςνα σπείρετενα σπαρθείςνα σπαρθείτε
να σπείρεινα σπείρουν(ε)να σπαρθείνα σπαρθούν(ε)
Perfνα έχω σπείρει
να έχω σπαρμένο
να έχουμε σπείρει
να έχουμε σπαρμένο
να έχω σπαρθεί
να είμαι σπαρμένος, -η
να έχουμε σπαρθεί
να είμαστε σπαρμένοι, -ες
να έχεις σπείρει
να έχεις σπαρμένο
να έχετε σπείρει
να έχετε σπαρμένο
να έχεις σπαρθεί
να είσαι σπαρμένος, -η
να έχετε σπαρθεί
να είστε σπαρμένοι, -ες
να έχει σπείρει
να έχει σπαρμένο
να έχουν σπείρει
να έχουν σπαρμένο
να έχει σπαρθεί
να είναι σπαρμένος, -η, -ο
να έχουν σπαρθεί
να είναι σπαρμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσπέρνεσπέρνετεσπέρνεστε
Aoristσπείρεσπείρετε, σπείρτεσπάρσουσπαρθείτε
Part
izip
Presσπέρνοντας
Perfέχοντας σπείρει, έχοντας σπαρμένοσπαρμένος, -η, -οσπαρμένοι, -ες, -α
InfinAoristσπείρεισπαρθεί





Griechische Definition zu σπέρνω

σπέρνω [spérno] -ομαι Ρ αόρ. έσπειρα, απαρέμφ. σπείρει, παθ. αόρ. σπάρθη κα, απαρέμφ. σπαρθεί και σπαρεί, μππ. σπαρμένος : 1. σκορπίζω στην επιφάνεια ή τοποθετώ μέσα στη γη σπόρους, ύστερα από ειδική προετοιμασία του εδάφους, για να βλαστήσουν: σπέρνω σιτάρι / κριθάρι / κουκιά / τριφύλ λι. ΠAΡ Tι κάνεις Γιάννη*; - Kουκιά σπέρνω. Όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες, ανεύθυνες, απρόσεχτες και παρακινδυνευμένες πράξεις μπορεί να έχουν ολέθρια αποτελέσματα. Ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, η ανταμοιβή των κόπων σου θα είναι ανάλογη προς τις πράξεις ή τις προσπάθειές σου. ΦΡ σπέρνω ζιζάνια* (σε κάποιους). φυτρώνει* (κάποιος) εκεί που δεν τον σπέρνουν. || σπέρνω ένα χωράφι με βρόμη. Xωράφι σπαρμένο (με) βρόμη. Οι αγροί ήταν σπαρμένοι με / από παπαρούνες, γεμάτοι από παπαρούνες, σαν να τους είχαν σπείρει με παπαρούνες και μτφ.: Ο δρόμος ήταν σπαρμένος με σπασμένα γυαλιά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback