{το}  παπούτσι Subst.  [paputsi, papoytsi]

{der}    Subst.
(765)

Etymologie zu παπούτσι

παπούτσι mittelgriechisch παπούτσι türkisch papuç παλαιοτουρκικά پابوج (pâbuc) / پاپوش (pâpûş) persisch پاپوش (pā-puš) پا (pâ: πόδι) + پوش (puš) ( پوشیدن ‎(pušidan: καλύπτω)


GriechischDeutsch
Προστατευτικές ενδυμασίες, γάντια και παπούτσια που έχουν ειδικά σχεδιαστεί ή τροποποιηθεί για την άμυνα κατά οποιωνδήποτε από τα ακόλουθα:Schutzanzüge, Handschuhe und Schuhe, besonders konstruiert oder modifiziert zur Abwehr eines der folgenden Agenzien, Materialien oder Stoffe:

Übersetzung bestätigt

Προστατευτικές ενδυμασίες, γάντια και παπούτσια που έχουν ειδικά σχεδιαστεί ή τροποποιηθεί για την άμυνα κατά βιολογικών παραγόντων ή ραδιενεργών υλικών "προσαρμοσμένων για πολεμική χρήση" ή παραγόντων χημικού πολέμου (CW),Schutzanzüge, Handschuhe und Schuhe, besonders konstruiert oder modifiziert zur Abwehr von biologischen Agenzien oder radioaktiven Stoffen "für den Kriegsgebrauch" oder chemischen Kampfstoffen;

Übersetzung bestätigt

Μικρά μεταποιημένα προϊόντα από δέρμα, π.χ. ζώνες, τιράντες, σέλλες ποδηλάτων, θήκες μπλοκ επιταγών ή πιστωτικών καρτών, σκουλαρίκια, τσαντάκια, μπρελόκ, σημειωματάρια, πουγγιά, παπούτσια, σακουλάκια καπνού, πορτοφόλια, λουράκια ρολογιώνKleine Fertigwaren aus Leder — z. B. Gürtel, Armbänder, Fahrradsattel, Scheckbuchoder Kreditkartenetuis, Ohrringe, Handtaschen, Schlüsselringe, Notizbücher, Geldbeutel, Schuhe, Tabaksbeutel, Brieftaschen, Uhrenarmbänder

Übersetzung bestätigt

Προστατευτικές ενδυμασίες, γάντια και παπούτσια που έχουν ειδικά σχεδιαστεί ή τροποποιηθεί για την άμυνα κατά οποιωνδήποτε από τα ακόλουθα:b. Schutzanzüge, Handschuhe und Schuhe, besonders konstruiert oder modifiziert zur Abwehr eines der folgenden Agenzien, Materialien oder Stoffe:

Übersetzung bestätigt

ρούχα, παπούτσια, γάντια και αθλητικά ρούχα,Bekleidung, Schuhe, Handschuhe und Sportkleidung,

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
υπόδημα
Ähnliche Bedeutung
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme



Griechische Definition zu παπούτσι

παπούτσι το [papútsi] : υπόδημα κατασκευασμένο από δέρμα ή και άλλο υλικό (πλαστικό, πανί κτλ.), με σκληρή αλλά εύκαμπτη σόλα στο κάτω μέρος και μαλακότερο δέρμα (ή άλλο υλικό) στο πάνω μέρος, με ή χωρίς τακούνι, που μπορεί να καλύπτει όλο το πόδι ή τμήματά του κυρίως ως κάτω από τον αστράγαλο: Mεγάλο / μικρό / φαρδύ / στενό / ελαφρύ / βαρύ / ψηλοτάκουνο / κομψό / ακριβό / φτηνό / ξώφτερνο / μυτερό / παιδικό / ανδρικό / γυναικείο / καλοκαιρινό / δερμάτινο / πλαστικό παπούτσι. παπούτσι παντοφλέ / με κορδόνια. Ορθοπεδικό παπούτσι. Bούρτσα / βαφή / κόκαλο / νούμερο / μέγεθος / κορδόνια / γλώσσα / φόδρα παπουτσιών. Aγοράζω / πουλάω / βάφω / γυαλίζω / σολιάζω / επιδιορθώνω (τα) παπούτσια. Φοράω / βάζω / βγάζω / λύνω / δένω τα παπούτσια. Tα παπούτσια μού ταιριάζουν / μού μπαίνουν / με χτυπάνε / με σφίγγουν / μού είναι μεγάλα / μικρά / άνετα. Tο παιδί χρειάζεται ένα ζευγάρι καινούρια παπούτσια. Tο ελληνικό παπούτσι εξάγεται στο εξωτερικό, τα ελληνικά παπούτσια. Kοιμήθηκε με τα παπούτσια. Περπατάει με τα κορδόνια των παπουτσιών του λυμέ να. Mην μπαίνεις μέσα με λασπωμένα παπούτσια. || Tρύπια παπούτσια, ως ένδειξη μεγάλης φτώχειας. (έκφρ.) το στόμα μου είναι (σαν) παπούτσι, σκλη ρό, στεγνό, με άσχημη γεύση. έγινε η γλώσσα* μου παπούτσι. έχει / βγάζει (μια) γλώσσα παπούτσι, είναι φλύαρος, θρασύς, πολυλογάς. ΦΡ βάζω σε κπ. τα δυο πόδια σ΄ ένα παπούτσι, τον πιέζω, τον φέρνω σε δύσκολη θέση, του επιβάλλομαι. γράφω* κπ. / κτ. στα παλιά μου τα παπούτσια. δίνω σε κπ. τα παπούτσια στο χέρι, τον διώχνω. παίρνω παπούτσι, διώχνομαι. ΠAΡ παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν΄ και μπαλωμένο: α. προτιμότερη είναι η αγορά εγχώριων ειδών (έστω και με ατέλειες). β. προτιμότερος είναι ο γάμος με συμπατριώτη. παπουτσάκι το YΠΟKΟΡ I. μικρό παπούτσι. II. (στον πληθ.) είδος φαγητού: (Mελιτζάνες) παπουτσάκια, μαγειρεμένες ολόκληρες με ειδικό τρόπο.

[μσν. παπούτσι < τουρκ. papuç, pabuç (από τα περσ.) ]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback