ξεχωρίζω Verb  [ksechorizo, ksexwrizw]

  Verb
(18)
  Verb
(4)
  Verb
(3)
  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu ξεχωρίζω

ξεχωρίζω mittelgriechisch von αόριστο ἐξεχώρισα Koine-Griechisch ἐκχωρίζω


GriechischDeutsch
Αν σε πιάσω ποτέ, να προσπαθείς να μου τη φέρεις, Θα κλείσω προσωπικά, τα φώτα, και τότε, δεν θα σε ξεχωρίζω, από κανέναν άλλο, στο παιγνίδι.Falls du mich je reinlegen solltest, mache ich persönlich das Licht aus... und dann bist du von anderen Mitspielern nicht mehr zu unterscheiden.

Übersetzung nicht bestätigt

Εγώ δεν ξέρω να τα ξεχωρίζωIch kann die Sorten nicht unterscheiden.

Übersetzung nicht bestätigt

Εκεί έμαθα να ξεχωρίζω μια ελαιογραφία από φωτογραφίες.Dabei lernte ich, ein Ölbild von etwas Mechanischem wie einem Foto zu unterscheiden.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν ξεχωρίζω τους διακόπτες.Colonel, ich könnte dort keinen Schalter von einem anderen unterscheiden.

Übersetzung nicht bestätigt

Ηρέμησε. Δεν ξεχωρίζω τη χρυσόσκονη από τη διάρροια.Ich kann nicht mal Goldstaub von Dünnpfiff unterscheiden.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu ξεχωρίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξεχωρίζωξεχωρίζουμε, ξεχωρίζομεξεχωρίζομαιξεχωριζόμαστε
ξεχωρίζειςξεχωρίζετεξεχωρίζεσαιξεχωρίζεστε, ξεχωριζόσαστε
ξεχωρίζειξεχωρίζουν(ε)ξεχωρίζεταιξεχωρίζονται
Imper
fekt
ξεχώριζαξεχωρίζαμεξεχωριζόμουν(α)ξεχωριζόμαστε, ξεχωριζόμασταν
ξεχώριζεςξεχωρίζατεξεχωριζόσουν(α)ξεχωριζόσαστε, ξεχωριζόσασταν
ξεχώριζεξεχώριζαν, ξεχωρίζαν(ε)ξεχωριζόταν(ε)ξεχωρίζονταν, ξεχωριζόντανε, ξεχωριζόντουσαν
Aoristξεχώρισαξεχωρίσαμεξεχωρίστηκαξεχωριστήκαμε
ξεχώρισεςξεχωρίσατεξεχωρίστηκεςξεχωριστήκατε
ξεχώρισεξεχώρισαν, ξεχωρίσαν(ε)ξεχωρίστηκεξεχωρίστηκαν, ξεχωριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ξεχωρίσει
έχω ξεχωρισμένο
έχουμε ξεχωρίσει
έχουμε ξεχωρισμένο
έχω ξεχωριστεί
είμαι ξεχωρισμένος, -η
έχουμε ξεχωριστεί
είμαστε ξεχωρισμένοι, -ες
έχεις ξεχωρίσει
έχεις ξεχωρισμένο
έχετε ξεχωρίσει
έχετε ξεχωρισμένο
έχεις ξεχωριστεί
είσαι ξεχωρισμένος, -η
έχετε ξεχωριστεί
είστε ξεχωρισμένοι, -ες
έχει ξεχωρίσει
έχει ξεχωρισμένο
έχουν ξεχωρίσει
έχουν ξεχωρισμένο
έχει ξεχωριστεί
είναι ξεχωρισμένος, -η, -ο
έχουν ξεχωριστεί
είναι ξεχωρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ξεχωρίσει
είχα ξεχωρισμένο
είχαμε ξεχωρίσει
είχαμε ξεχωρισμένο
είχα ξεχωριστεί
ήμουν ξεχωρισμένος, -η
είχαμε ξεχωριστεί
ήμαστε ξεχωρισμένοι, -ες
είχες ξεχωρίσει
είχες ξεχωρισμένο
είχατε ξεχωρίσει
είχατε ξεχωρισμένο
είχες ξεχωριστεί
ήσουν ξεχωρισμένος, -η
είχατε ξεχωριστεί
ήσαστε ξεχωρισμένοι, -ες
είχε ξεχωρίσει
είχε ξεχωρισμένο
είχαν ξεχωρίσει
είχαν ξεχωρισμένο
είχε ξεχωριστεί
ήταν ξεχωρισμένος, -η, -ο
είχαν ξεχωριστεί
ήταν ξεχωρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξεχωρίζωθα ξεχωρίζουμε, θα ξεχωρίζομεθα ξεχωρίζομαιθα ξεχωριζόμαστε
θα ξεχωρίζειςθα ξεχωρίζετεθα ξεχωρίζεσαιθα ξεχωρίζεστε, θα ξεχωριζόσαστε
θα ξεχωρίζειθα ξεχωρίζουν(ε)θα ξεχωρίζεταιθα ξεχωρίζονται
Fut
ur
θα ξεχωρίσωθα ξεχωρίσουμε, θα ξεχωρίζομεθα ξεχωριστώθα ξεχωριστούμε
θα ξεχωρίσειςθα ξεχωρίσετεθα ξεχωριστείςθα ξεχωριστείτε
θα ξεχωρίσειθα ξεχωρίσουν(ε)θα ξεχωριστείθα ξεχωριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ξεχωρίσει
θα έχω ξεχωρισμένο
θα έχουμε ξεχωρίσει
θα έχουμε ξεχωρισμένο
θα έχω ξεχωριστεί
θα είμαι ξεχωρισμένος, -η
θα έχουμε ξεχωριστεί
θα είμαστε ξεχωρισμένοι, -ες
θα έχεις ξεχωρίσει
θα έχεις ξεχωρισμένο
θα έχετε ξεχωρίσει
θα έχετε ξεχωρισμένο
θα έχεις ξεχωριστεί
θα είσαι ξεχωρισμένος, -η
θα έχετε ξεχωριστεί
θα είστε ξεχωρισμένοι, -ες
θα έχει ξεχωρίσει
θα έχει ξεχωρισμένο
θα έχουν ξεχωρίσει
θα έχουν ξεχωρισμένο
θα έχει ξεχωριστεί
θα είναι ξεχωρισμένος, -η, -ο
θα έχουν ξεχωριστεί
θα είναι ξεχωρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ξεχωρίζωνα ξεχωρίζουμε, να ξεχωρίζομενα ξεχωρίζομαινα ξεχωριζόμαστε
να ξεχωρίζειςνα ξεχωρίζετενα ξεχωρίζεσαινα ξεχωρίζεστε, να ξεχωριζόσαστε
να ξεχωρίζεινα ξεχωρίζουν(ε)να ξεχωρίζεταινα ξεχωρίζονται
Aoristνα ξεχωρίσωνα ξεχωρίσουμε, να ξεχωρίσομενα ξεχωριστώνα ξεχωριστούμε
να ξεχωρίσειςνα ξεχωρίσετενα ξεχωριστείςνα ξεχωριστείτε
να ξεχωρίσεινα ξεχωρίσουν(ε)να ξεχωριστείνα ξεχωριστούν(ε)
Perfνα έχω ξεχωρίσει
να έχω ξεχωρισμένο
να έχουμε ξεχωρίσει
να έχουμε ξεχωρισμένο
να έχω ξεχωριστεί
να είμαι ξεχωρισμένος, -η
να έχουμε ξεχωριστεί
να είμαστε ξεχωρισμένοι, -ες
να έχεις ξεχωρίσει
να έχεις ξεχωρισμένο
να έχετε ξεχωρίσει
να έχετε ξεχωρισμένο
να έχεις ξεχωριστεί
να είσαι ξεχωρισμένος, -η
να έχετε ξεχωριστεί
να είστε ξεχωρισμένοι, -ες
να έχει ξεχωρίσει
να έχει ξεχωρισμένο
να έχουν ξεχωρίσει
να έχουν ξεχωρισμένο
να έχει ξεχωριστεί
να είναι ξεχωρισμένος, -η, -ο
να έχουν ξεχωριστεί
να είναι ξεχωρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presξεχώριζεξεχωρίζετεξεχωρίζεστε
Aoristξεχώρισεξεχωρίστεξεχωρίσουξεχωριστείτε
Part
izip
Presξεχωρίζονταςξεχωριζόμενος
Perfέχοντας ξεχωρίσει, έχοντας ξεχωρισμένοξεχωρισμένος, -η, -οξεχωρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristξεχωρίσειξεχωριστεί















Griechische Definition zu ξεχωρίζω

ξεχωρίζω [ksexorízo] -ομαι : 1.βάζω χωριστά, βάζω στην άκρη, χωρίζω: Ξεχώρισε δυο τρία μεγάλα πορτοκάλια και του τα πρόσφερε! Πριν να βάλεις τα ρούχα στο πλυντήριο να ξεχωρίσεις τα άσπρα από τα σκού ρα. ΦΡ ξεχωρίζω την ήρα* από το σιτάρι / ξεχώρισε η ήρα* από το σιτάρι. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback