ξετελειώνω Verb  [kseteliono, kseteleiwnw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.




Griechische Definition zu ξετελειώνω

ξετελειώνω· εξετελειώνω· ?ξεθελειώνω.

Ά Μτβ.
1)
α) Τελειώνω κ. εντελώς:
όνταν θερίσετε …, μη ξετελειώσεις άκρα του χωραφιού σου (Πεντ. Λευιτ. XXIII 22· Τζάνε, Κρ. πόλ. 50417
β) (για κείμενο, ιστορία) διαβάζω ως το τέλος:
(Θησ. (Foll.) I 2
γ) (προκ. για τη ζωή) δίνω τέλος:
(Ιντ. κρ. θεάτρ. δ́ 4).
2)
α) Φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω:
Πιστώς τό σ’ επαρέδωκεν είχες εξετελειώσει (Σκλέντζα, Ποιήμ. 533
Τα δυο βιβλία του Μωσή τώρα ξετελειωθήκαν (Χούμνου, Κοσμογ. 2829
(προκ. για διαδικασία θυσίας):
(Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [427]
(προκ. για δημιουργία ή κατασκευή):
(Ερωτόκρ. Γ́ 1268), (Πεντ. Γέν. VI 16
(ειδικ. για τη δημιουργία του κόσμου από το Θεό):
(Πεντ. Γέν. II 2
β) (με βουλητική πρόταση) παύω, σταματώ (μετά την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας):
εξετέλειωσεν ο Ιτσχάκ να ευλογήσει το Ιαακώβ (Πεντ. Γέν. XXVII 30
(με προηγ. την πρόθ. από):
να ξετελειώσει (ενν. ο Ααρών) από να συμπαθήσει το άγιο (Πεντ. Λευιτ. XVI 20).
3) Εκτελώ, πραγματοποιώ:
κάλλιά 'χω θάνατο … παρά να μην ξετελειωθεί ό,τι στο νου μου βάνω (Ερωτόκρ. Δ́ 212).
4) (Προκ. για επιθυμία) εκπληρώνω, ικανοποιώ:
(Θησ. Γ́ [832]).
5) (Με αντικ. τα ουσ. νίκη, τέλος) πετυχαίνω:
(Σουμμ., Παστ. Δ́ φίδ. [582], Ερωτόκρ. Β́ 429).
6) (Προκ. για γάμο)
α) συμφωνώ οριστικά, «τελειώνω»:
(Ερωτόκρ. Έ 1408, Στάθ. Ά 232
β) επικυρώνω, επιβεβαιώνω:
(Ερωτόκρ. Γ́ 1460
γ) τελώ:
(Ροδολ. Ά 604).
7)
α) Αφανίζω, εξοντώνω, εξολοθρεύω κάπ.:
να κολλήσει ο Κύριος εις εσέν το θανατικό ως να ξετελειώσει εσέν από τήν ηγή (Πεντ. Δευτ. ΧΧVΙΙΙ 21
β) ?εξασθενίζω κ.:
ξετελειώνουν μάτια και πονούν ψυχή (Πεντ. Λευιτ. XXVI 16).
8) Καταστρέφω εντελώς, αποτελειώνω:
να δώσου (ενν. οι άρχοντες) βοήθειαν εις τα τειχιά, μήπως τα ξετελειώσου (ενν. οι Τούρκοι) (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18810).
Β́ (Αμτβ.) καταλήγω:
αρχινίζω να γροικώ πού έχει να ξετελειώσει … η αθιβολή (Φορτουν. Ά 192).
Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
1) Ολοκληρωμένος·
(προκ. για πρόσωπο) τέλειος, άριστος:
ξετελειωμένος βασιλιός κι άξος (Ερωτόκρ. Ά 31).
2) Βέβαιος, δεδομένος:
Η κρίσις του Πελάγιου ήτον ξετελειωμένη (Ζήν. Δ́ 224 (έκδ. και τελειωμένη· διόρθ. Κριαράς))
3) (Συνεκδ.) στερεωμένος·
(εδώ σε μεταφ.):
Δούλε πιστέ, … εις την αγάπη του Θεού πύργε ξετελειωμένε (Θυσ. 952).
[<επιτ. ξε‑ + τελειώνω. Η λ. στο Βλάχ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback