νέος -α -ο Adj.  [neos -a -o]

  Adj.
(1517)
  Adj.
(17)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
2.10 Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ο όρος που χρησιμοποιείται στη βιβλιογραφία για την περιγραφή της ανάπτυξης του τομέα ΣΕΜΠ είναι «πάντα νέος».2.10 In den vergangenen Jahrzehnten wurde die Branche für Schiffsinstandhaltung, -reparatur und -umbau als ein Industriezweig beschrieben, der "ewig jung" ist.

Übersetzung bestätigt

Αν και σήμερα ο πληθυσμός των αναπτυσσόμενων χωρών είναι σχετικά νέος, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες προβλέπεται να υποστούν γήρανση με πρωτοφανή ταχύτητα2 λόγω της κάθετης πτώσης του ποσοστού γονιμότητας και της ταχείας αύξησης της μακροζωίας.Zwar ist die Bevölkerung in den Entwicklungsländern generell noch relativ jung, doch werden Prognosen zufolge zahlreiche dieser Länder einen mit bisher beispielloser Geschwindigkeit ablaufenden Prozess der Bevölkerungsalterung durchmachen2 als Folge eines abrupten Rückgangs der Geburtenraten und eines rasanten Anstiegs der Lebenserwartung.

Übersetzung bestätigt

Κύριε Πρόεδρε, αισθάνεστε νέος;Fühlen Sie sich jung, Herr Präsident?

Übersetzung bestätigt

Συνεπώς πιστεύω ότι θα ήταν σκόπιμο να καθορισθεί ότι νέος είναι όποιος αισθάνεται νέος, γεγονός που θα επέτρεπε να κάνουν χρήση αυτών των υπηρεσιών και όσοι δεν είναι πλέον νέοι ληξιαρχικά, αλλά αισθάνονται τέτοιοι.Ich würde es deshalb für zweckmäßig erachten festzulegen, daß jung ist, wer sich jung fühlt, wodurch auch diejenigen diese Dienste in Anspruch nehmen könnten, die zwar laut Personenstandsregister nicht mehr jung sind, sich aber jung fühlen.

Übersetzung bestätigt

Και ο Carlo λέει: "Σου κάνω το τραπέζι, επειδή αν και νέος είμαι πενήντα χρονών συνταξιοδοτήθηκα πρόωρα από το κράτος μου.Und Carlo hat geantwortet: "Weil ich, obwohl ich noch jung nämlich 50 Jahre alt bin, von meiner Regierung in den Vorruhestand versetzt wurde.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

  • νέος (maskulin)
  • νέα (feminin)
  • νέο (neutrum)


Griechische Definition zu νέος -α -ο

νέος, επίθ.· νέγος· νεός· νίος· νιος· πληθ. θηλ. νες.

1)
α) Νεαρός, μικρός σε ηλικία:
(Ιστ. πατρ. 13515
β) (ο συγκρ. βαθμός με τη σημασ. του θετ.):
παρεκάλει λέγουσα (ενν. η κόρη): «Νεότερέ μου κύρκα, …» (Διγ. Ζ 2868).
2) Νεανικός:
(Παλαμήδ., Βοηβ. 1366).
3)
α) Καινούργιος:
σελήνη επονόμασε (ενν. ο μέγας Κωνσταντίνος) την νέαν του την Πόλην (Ανακάλ. 91
β) σημερινός, σύγχρονος, νεότερος:
τέχνη … παλιά και νια (Ροδολ. Γ́ 45
γ) παράδοξος· νεοφανέρωτος· πρωτάκουστος:
έρωτα, … της φύσης νέον θαύμα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ́ [2]· Κυπρ. ερωτ. 10040
δ) (προκ. για προϊόντα) φρέσκος· που είναι νέας εσοδείας:
βούτυρον, νέον ή παλαιόν (Ασσίζ. 24515
ε) (προκ. για στρατιώτη) νεοσύλλεκτος:
εσηκώθην … ταραχή μέσον τους λας των αρμάτων τους νέους με τους παλιούς (Μαχ. 9630).
4)
α) Δεύτερος, άλλος ένας (για κάπ. ή κ. που μόνο μία φορά έχει προϋπάρξει):
ας κάμει νιο κατακλυσμό τον κόσμο να ξεπλύνει (Πανώρ. Δ́ 128
τον νέον τον Ακρίτην (Προδρ. IV 544
β) (γενικ.):
νέον κρασί, νέο νερό (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [568]).
5) (Για Βυζαντινό αυτοκράτορα σε περίπτωση συμβασιλείας) που έχει πρόσφατα αναλάβει καθήκοντα:
εισήχθην εις την Πόλιν ο βασιλεύς κυρ Ιωάννης ο νέος (Byz. Kleinchron. Á 6821).
Εκφρ.
1) Νέα Γραφή, βλ. γραφή 7γ.
2) Νέον δόμα, δόσιμον, δόσμα = στο Πριγκηπάτο του Μορέως, προκ. για φέουδο μη γονικό, που δόθηκε στο δικαιούχο του μετά την κουγκέστα (Π.Ι. Ζέπος, ΕΕΒΣ 18, 1948, 217):
(Χρον. Μορ. H 8162), (Χρον. Μορ. P 7723, 7692).
3) Νέος καιρός = προκ. για την άνοιξη (πβ. καιρός 7):
(Χρον. Μορ. H 3619).
4) Νέος μάρτυρας, βλ. μάρτυρας 2.
5) Νέα Ρώμη = η Κωνσταντινούπολη:
(Προδρ. III 18).
6) Εκ νέας = ξανά, πάλι:
(Θησ. (Foll.) I 66).
Το αρσ. ως ουσ. =
1)
α) Παλληκάρι, νεαρός άντρας:
εκεί 'δα νέους και λυγερές (Απόκοπ. 467
β) (ο συγκρ. και υπερθ. βαθμός με τη σημασ. του θετ.):
Πιττάκιν … απέστειλεν ο νεότερος προς την κόρην (Αχιλλ. O 346
τους δώδεκα νεότατους τούς θέλω εξεχωρίσει (Αχιλλ. O 131).
2) (Στον πληθ.) νεολαία, άτομα νεαρής ηλικίας:
εσκλαβωθήκαμεν και γέροντες και νέοι (Ιστ. Βλαχ. 2318).
Το θηλ. ως ουσ. = νέα, κόρη, κοπέλα:
να δοξέψω σήμερο μια νια (Στάθ. Πρόλ. 37).
[αρχ. επίθ. νέος. Για τον τ. νέγος πβ. το σημερ. ποντ. νέγιος. Ο τ. νιος (Βλάχ., νειος) και η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback