{το}  μαχαίρι Subst.  [macheri, maxairi]

{der}    Subst.
(3632)

Etymologie zu μαχαίρι

μαχαίρι altgriechisch μαχαίριον, υποκοριστικό του μάχαιρα


GriechischDeutsch
Ηλεκτρικά μαχαίριαElektrische Messer

Übersetzung bestätigt

του συνολικού βάρους των ερυθρών ραβδωτών μυών, υπό τον όρο ότι αποχωρίζονται με μαχαίρι, καιdem Gewicht aller quergestreiften roten Muskeln, soweit diese mit dem Messer erfassbar sind, und

Übersetzung bestätigt

Άλλα μαχαίρια και κοπτικές λεπίδες για συσκευές κουζίνας και για μηχανές της βιομηχανίας τροφίμωνAndere Messer und Schneidklingen, für Küchenoder

Übersetzung bestätigt

Λαβές και λεπίδες από βασικά μέταλλα για μαχαίριαGriffe, aus unedlen Metallen und Klingen für Messer (einschließlich technischer Klingen)

Übersetzung bestätigt

Άλλα μαχαίρια με σταθερή λεπίδα (εκτός από τα επιτραπέζια)Andere Messer mit feststehender Klinge

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
εγχειρίδιο
λάμα
λεπίδι
νυστέρι
σουγιάς
Ähnliche Bedeutung
Deutsche Synonyme
Messer



Griechische Definition zu μαχαίρι

μαχαίρι το [maxéri] : 1. κοπτικό εργαλείο που αποτελείται από μία συνήθ. ίσια μεταλλική λεπίδα στερεωμένη σε λαβή: Kόψη / μύτη του μαχαιριού. Tροχίζω το μαχαίρι για να κόβει καλύτερα. Aνήφορος / γκρεμός / βράχος σαν μαχαίρι, πολύ απότομος. (έκφρ.) με το μαχαίρι, με δοκιμή: Kαρπούζια / πεπόνια με το μαχαίρι. ΦΡ κόβεται κτ. (με το) μαχαίρι ή μαχαίρι κόβεται κτ., διακόπτεται ξαφνικά: μαχαίρι κόπηκε ο βήχας με το φάρμακο που πήρα. ΠAΡ Έχεις μαχαίρι, τρως πεπόνι*. α. το μαχαίρι που χρησιμοποιείται για οικιακή χρήση: Tο μαχαίρι της κουζίνας / του ψωμιού. Aνοξείδωτο μαχαίρι. Έμαθε να τρώει με μαχαίρι και πιρούνι. μαχαίρι για το κρέας / ψάρι / τυρί. β. το μαχαίρι ως όπλο: Bάζω το μαχαίρι στη θήκη του. Bγάζω / τραβάω (το) μαχαίρι. Δίκοπο* μαχαίρι. Xτύπημα με μαχαίρι ή πλη γή από μαχαίρι, μαχαιριά. ΦΡ βάζω το μαχαίρι στο λαιμό κάποιου, απειλώντας υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ. φτάνει / έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο, επιδεινώνεται η κατάσταση, έτσι ώστε να μην υπάρχει άλλο περιθώριο υπομονής. είμαι στα μαχαίρια με κπ., έχω εχθρικές σχέσεις. πέφτει μαχαίρι, αποκλείονται πολλοί από κτ. ή από κάπου: Έπεσε μαχαίρι στις εξετάσεις, κόπηκαν πολλοί. γ. (οικ.) το νυστέρι: Ο άρρωστος είναι / πάει για μαχαίρι, για εγχείρηση. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback