λείπω Verb  [lipo, leipw]

  Verb
(3)
  Verb
(3)
(0)

Etymologie zu λείπω

λείπω altgriechisch λείπω proto-indogermanisch *leykʷ- (λείπω)


GriechischDeutsch
Δεν μπορώ να λείπω πολύ απ' τη Ρώμη.Ich kann nicht zu lange von Rom wegbleiben. Es gibt Probleme.

Übersetzung nicht bestätigt

Φυσικά, είναι πολύ μακριά η Καλιφόρνια, και σίγουρα δεν πρέπει να λείπω απ' το οίκημα περισσότερο από 2 ώρες.Es ist recht weit nach Kalifornien. Ich kann auf keinen Fall länger als zwei Stunden wegbleiben. Nur zwei Stunden.

Übersetzung nicht bestätigt

Και θα λείπω για ακόμα περισσότερο από τη Σικελία.Und werde noch länger von Sizilien wegbleiben.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu λείπω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λείπωλείπουμε, λείπομε
λείπειςλείπετε
λείπειλείπουν(ε)
Imper
fekt
έλειπαλείπαμε
έλειπεςλείπατε
έλειπεέλειπαν, λείπαν(ε)
Aoristέλειψαλείψαμε
έλειψεςλείψατε
έλειψεέλειψαν, λείψαν(ε)
Per
fekt
έχω λείψειέχουμε λείψει
έχεις λείψειέχετε λείψει
έχει λείψειέχουν λείψει
Plu
per
fekt
είχα λείψειείχαμε λείψει
είχες λείψειείχατε λείψει
είχε λείψειείχαν λείψει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λείπωθα λείπουμε, θα λείπομε
θα λείπειςθα λείπετε
θα λείπειθα λείπουν(ε)
Fut
ur
θα λείψωθα λείψουμε, θα λείψομε
θα λείψειςθα λείψετε
θα λείψειθα λείψουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λείψειθα έχουμε λείψει
θα έχεις λείψειθα έχετε λείψει
θα έχει λείψειθα έχουν λείψει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λείπωνα λείπουμε, να λείπομε
να λείπειςνα λείπετε
να λείπεινα λείπουν(ε)
Aoristνα λείψωνα λείψουμε, να λείψομε
να λείψειςνα λείψετε
να λείψεινα λείψουν(ε)
Perfνα έχω λείψεινα έχουμε λείψει
να έχεις λείψεινα έχετε λείψει
να έχει λείψεινα έχουν λείψει
Imper
ativ
Presλείπελείπετε
Aoristλείψελείψτε, λείψετε
Part
izip
Presλείποντας
Perfέχοντας λείψει
InfinAoristλείψει







Griechische Definition zu λείπω

λείπω [lípo] Ρ4α : I1α. απουσιάζω από κάπου, δεν είμαι παρών: Δεν είναι στο γραφείο, λείπει. Θα λείψω για δυο ώρες. Nα μη λείψει κανείς απ΄ τη συγκέντρωση. Δεν είναι ευγενικό να συζητάμε γι΄ αυτήν ενώ λείπει. Tο αυτοκίνητο έλειπε από το γκαράζ. (έκφρ.) αυτός / αυτό μας έλειπε, για πρόσωπο ή για πράγμα ανεπιθύμητο που επιτείνει την ήδη υπάρχουσα δυσφορία ή δυσάρεστη κατάσταση. λείψε απ΄ το κεφάλι μου, φύγε, ξεφορτώσου με. ΦΡ λείπει ο Mάρτης* απ΄ τη σαρακοστή; ΠAΡ Όταν λείπει η γάτα*, χορεύουν τα ποντίκια. || πεθαίνω: Aν λείψεις εσύ, πώς θα ζήσω; β. βρίσκομαι μακριά από τον τόπο γέννησης ή διαμονής μου: Λείπει στο εξωτερικό / σε ταξίδι. Έλειπα δέκα χρόνια απ΄ την Ελλάδα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback