{η}  κλωστή Subst.  [klosti, klwsth]

{der}    Subst.
(199)
{das}    Subst.
(19)
{das}    Subst.
(2)
{das}    Subst.
(2)
{der}    Subst.
(1)
{der}    Subst.
(0)

Etymologie zu κλωστή

κλωστή altgriechisch κλωστή θηλ. του επιθέτου κλωστός κλώθω


GriechischDeutsch
77, κλωστή: 30, χρώμα: γκρι SABAStich: 77, Faden: 30, Farbe: SABA grau

Übersetzung bestätigt

77, κλωστή: 30-Stich: 77, Faden: 30-

Übersetzung bestätigt

Οι πλημμύρες αυτές άρχισαν πριν από τρεις εβδομάδες και επιτέλους ο κόσμος ολόκληρος άρχισε να ξυπνά και να συνειδητοποιεί την τρομακτική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Μοζαμβίκη, όπου η ζωή χιλιάδων ανθρώπων κρέμεται από μια κλωστή και που θα πεθάνουν γρήγορα αν δεν διαθέσουμε μεταφορικά μέσα, κυρίως εναέρια, για να τους βγάλουμε από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται.Drei Wochen, nachdem dieses Hochwasser einsetzte, begann sich die ganze Welt der erschütternden Lage Mosambiks bewußt zu werden. Das Leben von Tausenden von Menschen hängt an einem seidenen Faden, und sie werden sterben, wenn wir keine Transportmöglichkeiten, vor allem auf dem Luftweg, organisieren, um sie aus der Situation, in der sie sich befinden, herauszuholen.

Übersetzung bestätigt

Σε άλλες περιπτώσεις, η επιβίωση ορισμένων ειδών κρέμεται τώρα από μία κλωστή.Zum anderen hängt jetzt der Fortbestand einzelner Arten an einem seidenen Faden.

Übersetzung bestätigt

Κύριε Πρόεδρε, υπάρχει μια έκφραση που λέει ότι "η ζωή ενός ανθρώπου κρέμεται από μία κλωστή".(EL) Herr Präsident! Es gibt das Redewendung "das Leben eines Menschen hängt am seidenen Faden".

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
κλωστήριο



Griechische Definition zu κλωστή

κλωστή η [klostí] : μακρύ κυλινδρικό και λεπτό σύμπλεγμα από φυσικές ή τεχνητές ίνες που χρησιμοποιείται ως υφαντική ύλη· νήμα: Bαμβακερή / μεταξωτή κλωστή. Aδύνατος σαν κλωστή. Tο νερό έτρεχε σαν κλωστή. || κυρίως το νήμα με το οποίο ράβουμε, αφού το περάσουμε σε βελόνα: Πέρασέ μου την κλωστή. Aγόρασα κλωστές για κέντημα. Xοντρή / λεπτή κλωστή. Xρωματιστές κλωστές. || (επέκτ., οικ.): Tα φασολάκια είναι γεμάτα κλωστές, ίνες. ΦΡ κρέμεται από μια κλωστή, για υπόθεση η οποία βρίσκεται σε πολύ κρίσιμο, σε πολύ επικίνδυνο για την έκβασή της σημείο: H ζωή του κρέμεται από μια κλωστή. (έκφρ.) κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ΄ της κλότσο* να γυρίσει, παραμύθι ν΄ αρχινίσει. κλωστίτσα η YΠΟKΟΡ. κλωστούλα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. κλωστή ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. κλωστός `κλωσμένος΄· κλωστ(ή) -ίτσα, -ούλα]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback