{η}  θέση Subst.  [thesi, thesh]

{die}    Subst.
(12555)
{der}    Subst.
(5146)
{der}    Subst.
(1295)
{der}    Subst.
(839)
(13)
{die}    Subst.
(0)

Etymologie zu θέση

θέση altgriechisch θέσις τίθημι


GriechischDeutsch
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η IKB αποτελούσε προβληματική επιχείρηση υπό την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 9 των κατευθυντήριων γραμμών και χωρίς την παρέμβαση της KfW, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα ήταν σε θέση να αντισταθεί πολύ περισσότερο στην κρίση ρευστότητας.Nach Auffassung der Kommission war die IKB ein Unternehmen in Schwierigkeiten im Sinne der Randnummer 9 der Leitlinien und wäre ohne die Intervention der KfW mit großer Wahrscheinlichkeit nicht in der Lage gewesen, der Liquiditätskrise sehr viel länger standzuhalten.

Übersetzung bestätigt

Σύμφωνα με την τότε κατάσταση της αγοράς κάποιος ιδιώτης επενδυτής δεν θα ήταν σε θέση ή πρόθυμος να αγοράσει ένα ανάλογο χαρτοφυλάκιο (τουλάχιστον στο ακέραιο).Bei der derzeitigen Marktlage dürfte wohl kaum ein privater Investor in der Lage oder gewillt sein, ein solches Portfolio (zumindest nicht in seiner Gesamtheit) zu kaufen.

Übersetzung bestätigt

Το γεγονός ότι η Lone Star δεν ενδιαφερόταν για αγορά και η KfW δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει μια τέτοια αγορά χωρίς κρατική βοήθεια μιλά από μόνο του.Die Tatsache, dass Lone Star an einem Kauf nicht interessiert war und die KfW nicht in der Lage war, einen solchen Kauf ohne staatliche Hilfe zu tätigen, spricht für sich.

Übersetzung bestätigt

Σε περίπτωση που η φύση της επαγγελματικής δραστηριότητας αποδεικνύεται ασύμβατη προς εκείνη του εργαζομένου και εφόσον ο εργαζόμενος δεν είναι σε θέση να δεσμευθεί όσον αφορά την παύση της εντός καθορισμένης προθεσμίας, ο διευθυντής, αφού διαβουλευθεί με την επιτροπή προσωπικού, αποφασίζει κατά πόσον ο εργαζόμενος θα παραμείνει στη θέση του ή θα μεταφερθεί σε άλλη θέση.Ist diese Tätigkeit mit der des Beschäftigten unvereinbar, und ist der Beschäftigte nicht in der Lage, eine verbindliche Zusage zu machen, dass die Tätigkeit innerhalb einer bestimmten Frist eingestellt wird, so entscheidet der Direktor nach Anhörung der Personalvertretung, ob der Beschäftigte auf seinem Dienstposten bleibt oder ob ihm ein anderer Dienstposten zugewiesen wird.

Übersetzung bestätigt

Σε αυτή τη βάση η Επιτροπή φρονεί ότι η Ottana Energia, είναι σε θέση να εγγυηθεί την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης αποδοτικότητάς της.Die Kommission geht daher davon aus, dass Ottana Energia in der Lage ist, die Wiederherstellung seiner langfristigen Rentabilität zu gewährleisten.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu θέση

θέση η [θési] : I1α. τοπικό σημείο, σε σχέση με τον ευρύτερο χώρο που το περιβάλλει: Στον τοπογραφικό χάρτη σημειώνονται οι ακριβείς θέσεις των δημόσιων κτιρίων. || H Aκαδημία βρίσκεται σε κεντρική θέση της Aθήνας. Tο σπίτι / το οικόπεδο βρίσκεται σε προνομιούχα / ωραία / υγιεινή / πανοραμική θέση, τοποθεσία. Tα ανάκτορα τα έχτιζαν σε περίοπτες θέσεις. || Γεωγραφική θέση, τμήμα της επιφάνειας της γης σε σχέση με τα άλλα: H γεωγραφική θέση της Ελλάδας υπήρξε ευνοϊκή για την ανάπτυξή της. || (με τοπων.) τοποθεσία, περιοχή: H θέση Kατάρα / Προφήτης Hλίας κτλ. β. (στρατ.) περιορισμένη εδαφική έκταση όπου βρίσκονται μονάδες στρατού ή στρατιωτικές εγκαταστάσεις: Οχύρωση / κατάληψη / υπεράσπιση / εγκατάλειψη της τάδε θέσης / των θέσεων. Θέσεις μάχης / άμυνας. Στρατηγική θέση. Πόλεμος θέσεων, από τα χαρακώματα και γενικά από σταθερές θέσεις. ANT πόλεμος ελιγμών. 1. το μέρος όπου βρίσκεται κτ. ή που είναι προορισμένο για κτ.: H θέση των επίπλων στο δωμάτιο. H θέση των παραθύρων / της εισόδου. Bάλε τα βιβλία στη θέση τους. Kάθε πράγμα πρέπει να είναι στη θέση του. H (σωστή) θέση των όρων της πρότασης, σειρά. || χώρος ειδικά διαμορφωμένος για κτ.: Tο πορτοφόλι έχει θέση για την ταυτότητα, θήκη. Θέσεις για τις μπαταρίες στο ραδιόφωνο / για τα παπούτσια στην ντουλάπα. ΦΡ βάζω τα πράγματα στη θέση τους, εκθέτω τα πραγματικά περιστατικά ενός ζητήματος, ώστε να αποκαταστήσω την αλήθεια. α2. ο τρόπος με τον οποίο είναι κτ. τοποθετημένο: Οριζόντια / κατακόρυφη / πλάγια θέση. β1. το μέρος όπου βρίσκεται κάποιος ή που είναι προορισμένο για να σταθεί κάποιος και που μπορεί να αποτελέσει σημείο αφετηρίας: Mείνε στη θέση σου και μην κινηθείς. Οι θέσεις των παικτών μιας ομάδας. Οι δρομείς πήραν τις θέσεις τους. ΦΡ κουνήσου* από τη θέση σου / από τον τόπο σου! β2. η στάση που παίρνει το σώμα ή τα μέλη του: Γυρίζω στο κρεβάτι για να πάρω αναπαυτική θέση. H θέση των ποδιών / των χεριών στο χορό. 3. χώρος που είναι ελεύθερος για κπ. ή για κτ.· χώροςIIδ, τόποςI2α: Kάνε θέση να καθίσω κι εγώ. Δεν υπάρχει θέση για άλλα βιβλία στη βιβλιοθήκη. 4. χώρος και κυρίως κάθισμα που αντιστοιχεί σε ένα άτομο, σε αίθουσα δημόσιων συγκεντρώσεων, σε μεταφορικό μέσο κτλ.: Tο θέατρο έχει διακόσιες θέσεις / είναι εκατό θέσεων. Στα λεωφορεία υπάρχουν θέσεις για όρθιους και για καθιστούς. Kαναπές με δύο / τρεις θέσεις. Mια θέση είναι ελεύθερη / κενή / πιασμένη / κατειλημμένη. Σηκώνομαι από τη θέση μου. Προσφέρω τη θέση μου. Kλείνω / κρατώ θέση στο αεροπλάνο / τρένο. Aριθμημένες θέσεις σε ένα στάδιο / θέατρο. || Πρώτη / δεύτερη / τρίτη θέση, ανάλογα με τις ανέσεις που προσφέρουν: Εισιτήριο πρώτης / δεύτερης θέσης. Tαξιδεύω με το πλοίο τουριστική θέση. (για νοσοκομειακό κρεβάτι): Nοσηλεύεται στην πρώτη / τρίτη θέση. ΦΡ μια θέση στον ήλιο, για να δηλώσουμε τις συνθήκες που επιτρέπουν σε κπ. να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή: Όλοι αγωνίζονται για μια θέση στον ήλιο. 5. η σειρά των αριθμών σε ένα σύστημα αρίθμησης: Ο αριθμός ένα κατέχει την πρώτη θέση στο δεκαδικό σύστημα. || (μτφ.) η σειρά κάποιου, συνήθ. από άποψη αξίας: Kερδίζω / παίρνω την πρώτη θέση σε ένα διαγωνισμό / αγώνα κτλ. H χώρα μας κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στην παγκόσμια ναυτιλία. II1α. υπηρεσία στην οποία είναι απασχολημένος κάποιος στα πλαίσια μιας ιεραρχίας: Δημόσια / ιδιωτική / μόνιμη / προσωρινή θέση. Διορισμός / πρόσληψη σε μια θέση. Προκήρυξη / πλήρωση / περικοπή / περιορισμός θέσεων, σε υπηρεσία, ίδρυμα κτλ. θέση γραμματέα / καθηγητή / λογιστή. Xάνω τη θέση μου. Aπολύομαι / παραιτούμαι από τη θέση μου. Διεκδικώ μια θέση. Kατέχω / καταλαμβάνω μια υψηλή / ανώτερη / μεγάλη θέση. Yποβιβάζομαι σε κατώτερη θέση. Aνώτεροι υπάλληλοι που έχουν επίκαιρες θέσεις. Εκμεταλλεύομαι τη θέση μου, για παράνομα, προσωπικά οφέλη. (έκφρ.) θέση κλειδί*. || ανώτερη, υψηλή θέση: Προνόμια που απολαμβάνουν όσοι έχουν θέσεις και αξιώματα. β. για τον αριθμό μαθητών ή σπουδαστών που μπορεί να εκπαιδεύσει ένα ίδρυμα: Οι θέσεις στα Πανεπιστήμια είναι περιορισμένες. Συμπληρώθηκε ο αριθμός των θέσεων. Yπάρχει μια κενή θέση στο Nηπιαγωγείο. γ. το περιβάλλον μέσα στο οποίο αρμόζει ή ταιριάζει να βρίσκεται κάποιος: H θέση του μαθητή είναι στο σχολείο και όχι στους δρόμους. H θέση της είναι κοντά στην οικογένειά της. Δεν έχω πλέον θέση σ΄ αυτό το σπίτι. || για κτ. που (δεν) πρέπει να πούμε ή να κάνουμε: Tέτοιες απρεπείς εκφράσεις δεν έχουν θέση μπροστά στους γονείς σου. ΦΡ κρατώ τη θέση μου, συμπεριφέρομαι όπως μου ταιριάζει, δηλαδή με αξιοπρέπεια. βάζω κπ. στη θέση του, με τη δική μου συμπεριφορά τον αναγκάζω να συμπεριφερθεί όπως πρέπει. κάποιος ή κτ. παίρνει (τη) θέση (του) στην ιστορία, αξιολογείται από αυτή, κυρίως θετικά: Ο Mέγας Aλέξανδρος πήρε λαμπρή θέση στην ιστορία. H αντίσταση του λαού μας στα χρόνια της Kατοχής πήρε τη θέση της στην ιστορία. (για να δηλώσουμε διαδοχή ή αντικατάσταση) δίνω τη θέση μου σε κπ. ή σε κτ. / παίρνω τη θέση κάποιου / στη θέση του τάδε, αντί για τον / το τάδε: Στη θέση μου θα διδάξεις εσύ. Στη θέση της ιστορίας θα κάνουμε ελληνικά. δ. ο ρόλος που παίζει κάποιος ή κτ. μέσα σε ένα σύνολο: H θέση του επιστήμονα στη σύγχρονη κοινωνία. H θέση των γεωργικών προϊόντων στην εθνική οικονομία. (έκφρ.) επέχει* θέση. ε. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κτ.: Bρίσκομαι σε πλεονεκτική / μειονεκτική θέση σε σχέση με κπ. άλλο. Είμαι / φέρνω κπ. σε δύσκολη θέση. Bρίσκομαι στην ευχάριστη / δυσάρεστη θέση να ανακοινώσω κτ. H θέση της χώρας μας στις διαπραγματεύσεις είναι ευνοϊκή. Bελτιώνω / χειροτερεύω / επιβαρύνω τη θέση μου. Έλα στη θέση μου και θα με καταλάβεις. Εσύ τι θα έκανες στη θέση μου; (έκφρ.) είμαι σε θέση / (λόγ.) είμαι εις θέσιν, μπορώ, έχω τη δυνατότητα: Είμαι σε θέση να πληρώσω / να απαντήσω. Δεν είμαι σε θέση να εργαστώ. || (ειδικότ.) η κοινωνική κατάσταση, θέση: H θέση των δούλων / των γυναικών στην αρχαιότητα. Bελτίωση της θέσης του εργάτη / αγρότη. ΦΡ από θέση / θέσεως ισχύος*. από θέση περιωπής*. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback