{η}  θάλασσα Subst.  [thalassa]

{das}    Subst.
(4520)

Etymologie zu θάλασσα

θάλασσα altgriechisch θάλασσα


GriechischDeutsch
Η ποσότητα του νερού που αντλείτο από τη θάλασσα και κατόπιν εκχυνόταν εκ νέου στη θάλασσα ήταν 36800000 m3 πριν από την επένδυση, ενώ τώρα είναι 26000000 m3.Vor dem Investitionsvorhaben wurden 36800000 m3 Wasser aus dem Meer entnommen und anschließend wieder zurückgeleitet, inzwischen sind es nur noch 26000000 m3.

Übersetzung bestätigt

Παρόλο που η παρέμβαση δεν επέδρασε στην αύξηση της θερμοκρασίας του νερού αυτή καθεαυτή, η ποσότητα του νερού που θερμαινόταν και εκχυνόταν στη θάλασσα μειώθηκε σε σημαντικό βαθμό.Diese Investitionen ändern zwar nichts an der Erhöhung der Temperatur des ins Meer zurückgeleiteten Wassers, führen jedoch zu einer deutlichen Verringerung der betreffenden Wassermenge.

Übersetzung bestätigt

Το νερό αντλείται από τη θάλασσα, χρησιμοποιείται για την ψύξη των εγκαταστάσεων και κατόπιν εκχύνεται ξανά στη θάλασσα σε υψηλότερη θερμοκρασία.Das Wasser wird aus dem Meer gepumpt und dann zur Kühlung der Anlagen genutzt. Anschließend wird es mit erhöhter Temperatur wieder ins Meer zurückgeleitet.

Übersetzung bestätigt

ανοικτή θάλασσα: θάλασσα/θαλάσσιος βυθόςOffshore: Meer, Meeresboden

Übersetzung bestätigt

Χταπόδια μικρότερα του ελάχιστου μεγέθους των 450 g (εκσπλαχνισμένα) δεν διατηρούνται επί του σκάφους ούτε μεταφορτώνονται, εκφορτώνονται, μεταφέρονται, αποθηκεύονται, πωλούνται, επιδεικνύονται ή προσφέρονται για πώληση, αλλά ρίπτονται αμέσως στη θάλασσα.Tintenfisch, der nicht die Mindestgröße von 450 g (ausgenommener Fisch) besitzt, darf weder an Bord behalten noch umgeladen, angelandet, transportiert, gelagert, verkauft, ausgestellt oder zum Verkauf angeboten werden, sondern ist unverzüglich ins Meer zurückzuwerfen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
πέλαγος
Ähnliche Bedeutung
Deutsche Synonyme
Meer
Weltmeer
(die) See
Ozean

Grammatik

Grammatik zu θάλασσα

FallSingularPlural
Nominativθάλασσαθάλασσες
Genitivθάλασσαςθαλασσών
Akkusativθάλασσαθάλασσες
Vokativθάλασσαθάλασσες
συχνά χρησιμοποιείται στη Genitiv του ενικού
η παλαιότερη μορφή "θαλάσσης"



Singular Plural
Nominativ das Meer die Meere
Genitiv des Meers
des Meeres
der Meere
Dativ dem Meer
dem Meere
den Meeren
Akkusativ das Meer die Meere



Griechische Definition zu θάλασσα

θάλασσα η [θálasa] λόγ. γεν. και θαλάσσης : 1. συνεχής μάζα αλμυρού ύδατος που καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα της επιφάνειας του πλανήτη μας: Γαλάζια / απέραντη / ανοιχτή / ήσυχη / αγριεμένη / αφρισμένη / φουρτουνιασμένη θάλασσα. Tο κύμα της θάλασσας. Tο πλοίο ταξιδεύει στη θάλασσα. Nησί είναι έκταση γης που περιβάλλεται από θάλασσα. Άνθρωποι της θάλασσας, που έχουν στενή σχέση με το υγρό στοιχείο (ναυτικοί, ψαράδες κτλ.). Όργωσε τις θάλασσες. Tο αλογάκι της θάλασσας, ο ιππόκαμπος. Στρώμα θαλάσσης, φουσκωτό. Σκάφη ανοιχτής θαλάσσης. (έκφρ.) διά θαλάσσης, για συγκοινωνίες, μεταφορές κτλ., που γίνονται από τη θάλασσα και όχι από την ξηρά. σε στεριά* και θάλασσα. ΦΡ πυρ, γυνή και θάλασσα, ως ένδειξη μεγάλων συμφορών. έφαγα τη θάλασσα με το κουτάλι*. τον έφαγε* η θάλασσα. || Άνθρωπος στη θάλασσα!, για άνθρωπο που έχει πέσει στη θάλασσα και κινδυνεύει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback