επείγων -ουσα -ον Adj.  [epigon -usa -on, epiron -usa -on, epeigwn -oysa -on]

  Adj.
(14)
(3)
  Adj.
(2)

GriechischDeutsch
«κατασταλτικός εμβολιασμός»: ο επείγων εμβολιασμός, ο οποίος διενεργείται αποκλειστικά σε συνδυασμό με πολιτική ολοκληρωτικής καταστροφής σε μια εκμετάλλευση ή περιοχή, όπου υπάρχει επείγουσα ανάγκη να μειωθεί το πλήθος του ιού του αφθώδους πυρετού που κυκλοφορεί και να μειωθεί ο κίνδυνος εξάπλωσης του ιού πέραν της περιμέτρου της εκμετάλλευσης ή της περιοχής και εφόσον υπάρχει πρόθεση τα ζώα να καταστραφούν μετά τον εμβολιασμό"Suppressivimpfung": die in einem Betrieb oder einem Gebiet ausschließlich in Verbindung mit einer Keulungspolitik durchgeführte Notimpfungen in Fällen, in denen die Anzahl zirkulierender Maulund Klauenseucheviren sowie das Risiko der Virusverschleppung ais diesem Betrieb oder Gebiet dringend reduziert werden müssen, wobei die Tiere nach der Impfung unschädlich beseitigt werden sollen;

Übersetzung bestätigt

Μεταξύ αυτών πρέπει να τονισθεί ο επείγων χαρακτήρας που ενέχει η σύνδεση τους με τα δίκτυα των νέων τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας, που επιβάλλονται ήδη ως ο καθοριστικός παράγοντας για την ανταγωνιστικότητα των περιοχών αυτών.Besonders dringend ist in diesem Falle der Anschluss an die neuen Informationsund Kommunikationstechnologien, die bereits jetzt als ausschlaggebender Faktor für die künftige Wettbewerbsfähigkeit von Gebieten gelten.

Übersetzung bestätigt

Ο στόχος της μεταρρύθμισης είναι ιδιαίτερα ουσιαστικός και επείγων· η προοπτική της διεύρυνσης τον καθιστά ακόμη πιο σημαντικό και επείγοντα.Die Reformaufgabe ist erheblich und dringend; durch die Perspektive der Erweiterung wird ihre Bedeutung und Dringlichkeit noch weiter erhöht.

Übersetzung bestätigt

Ο εκσυγχρονισμός αυτός είναι εξάλλου αναγκαίος και επείγων σε τούτη τη σημαντική και κρίσιμη φάση της ολοκλήρωσης της "ενιαίας αγοράς" λόγω των σημαντικών επιπτώσεων στην πολιτική ανταγωνισμού, οι οποίες απορρέουν από τις αναδιαρθρώσεις που συντελούνται στην ευρωπαϊκή αγορά, εξαιτίας και της αύξησης των συγχωνεύσεων μεταξύ επιχειρήσεων.Diese Modernisierung ist ‑ in dieser wichtigen und heiklen Phase der Vollendung des Binnenmarktes wegen der starken wettbewerbspolitischen Auswirkungen der zahlreichen laufenden Umstrukturierungen auf dem europäischen Markt, die u.a. Folge der zunehmenden Initiative für Unternehmenszusammenschlüsse sind, zudem auch notwendig und dringend.

Übersetzung bestätigt

Ο εκσυγχρονισμός αυτός είναι εξάλλου αναγκαίος και επείγων σε τούτη τη σημαντική και κρίσιμη φάση της ολοκλήρωσης της "ενιαίας αγοράς" λόγω των σημαντικών επιπτώσεων στην πολιτική ανταγωνισμού, οι οποίες απορρέουν από τις αναδιαρθρώσεις που συντελούνται στην ευρωπαϊκή αγορά, εξαιτίας και της αύξησης των συγχωνεύσεων μεταξύ επιχειρήσεων.Diese Modernisierung ist ‑ in dieser wichtigen und heiklen Phase der Vollendung des Binnenmarktes ­ wegen der starken wettbewerbspolitischen Auswirkungen der zahlreichen laufenden Umstrukturierungen auf dem europäischen Markt, die u.a. Folge der zunehmenden Initiative für Unternehmenszusammenschlüsse sind, zudem auch notwendig und dringend.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

  • επείγων (maskulin)
  • επείγουσα (feminin)
  • επείγον (neutrum)


Griechische Definition zu επείγων -ουσα -ον

επείγων -ουσα -ον [epíγon] λόγ. γεν. θηλ. και επειγούσης: α. που επείγει, που πρέπει να αντιμετωπιστεί γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση : Επείγουσα ανάγκη. Επείγουσα ενέργεια. Επείγουσα λήψη αποφάσεως. Μη βιάζεσαι, δεν είναι επείγον. Τα επείγοντα θέματα / προβλήματα / περιστατικά. Θέματα επειγούσης φύσεως. || (ως ουσ.) το επείγον α. η ιδιότητα αυτού που χαρακτηρίζεται ως επείγων: Λόγω του επείγοντος της καταστάσεως. Το νομοσχέδιο συζητήθηκε και ψηφίστηκε με τη διαδικασία του επείγοντος. β. καθετί που χαρακτηρίζεται ως επείγον: Το νοσοκομείο δέχεται σήμερα μόνο τα επείγοντα, τα επείγοντα περιστατικά. β. που πρέπει να σταλεί και να φτάσει γρήγορα στον προορισμό του: Επείγουσα διαταγή / εγκύκλιος. Επείγον έγγραφο. || (ως χαρακτηρισμός): Επείγον τηλεγράφημα / σήμα / γράμμα. Στείλ' το επείγον. || (ως ουσ.) το επείγον τηλεγράφημα, γράμμα κτλ. επειγόντως* ΕΠΙΡΡ.

[λόγ. μεε. του αρχ. ἐπείγω (πρβ. αρχ. ἐπειγόμενος ‘που βιάζεται’) ενεργ. κατά το γαλλ. urgent]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback