αποτελώ Verb  [apotelo, apotelw]

(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu αποτελώ

αποτελώ altgriechisch ἀποτελέω / ἀποτελῶ ἀπό + τελέω / τελῶ


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu αποτελώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποτελώαποτελούμεαποτελούμαιαποτελούμαστε
αποτελείςαποτελείτεαποτελείσαιαποτελείστε
αποτελείαποτελούν(ε)αποτελείταιαποτελούνται
Imper
fekt
αποτελούσααποτελούσαμεαποτελούμουναποτελούμαστε
αποτελούσεςαποτελούσατε
αποτελούσεαποτελούσαν(ε)αποτελούνταν, αποτελείτοαποτελούνταν, αποτελούντο
Aoristαποτέλεσααποτελέσαμε
αποτέλεσεςαποτελέσατε
αποτέλεσεαποτέλεσαν, αποτελέσαν(ε)
Perf
ekt
έχω αποτελέσειέχουμε αποτελέσει
έχεις αποτελέσειέχετε αποτελέσει
έχει αποτελέσειέχουν αποτελέσει
Plu
perf
ekt
είχα αποτελέσειείχαμε αποτελέσει
είχες αποτελέσειείχατε αποτελέσει
είχε αποτελέσειείχαν αποτελέσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποτελώθα αποτελούμεθα αποτελούμαιθα αποτελούμαστε
θα αποτελείςθα αποτελείτεθα αποτελείσαιθα αποτελείστε
θα αποτελείθα αποτελούν(ε)θα αποτελείταιθα αποτελούνται
Fut
ur
θα αποτελέσωθα αποτελέσουμε, θα αποτελέσομε
θα αποτελέσειςθα αποτελέσετε
θα αποτελέσειθα αποτελέσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποτελέσειθα έχουμε αποτελέσει
θα έχεις αποτελέσειθα έχετε αποτελέσει
θα έχει αποτελέσειθα έχουν αποτελέσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποτελώνα αποτελούμενα αποτελούμαινα αποτελούμαστε
να αποτελείςνα αποτελείτενα αποτελείσαινα αποτελείστε
να αποτελείνα αποτελούν(ε)να αποτελείταινα αποτελούνται
Aoristνα αποτελέσωνα αποτελέσουμε, να αποτελέσομε
να αποτελέσειςνα αποτελέσετε
να αποτελέσεινα αποτελέσουν(ε)
Perfνα έχω αποτελέσεινα έχουμε αποτελέσει
να έχεις αποτελέσεινα έχετε αποτελέσει
να έχει αποτελέσεινα έχουν αποτελέσει
Imper
ativ
Presαποτελείτεαποτελείστε
Aoristαποτέλεσεαποτελέστε, αποτελέσετε
Part
izip
Presαποτελώνταςαποτελούμενος
Perfέχοντας αποτελέσει, έχοντας αποτελεσμένοαποτελεσμένος, -η, -οαποτελεσμένοι, -ες, -α
InfinAoristαποτελέσει







Griechische Definition zu αποτελώ

αποτελώ [apoteló] -ούμαι : 1.για κπ. ή για κτ. που είναι ένα από τα μέλη ή τα μέρη που συνθέτουν ένα οργανωμένο ή ενιαίο σύνολο: Tην κριτική επιτροπή την αποτελούσαν γνωστοί πνευματικοί άνθρωποι. Ο νομός Kοζάνης αποτελείται από τρεις επαρχίες. Tο διαμέρισμα αποτελείται από τρία δωμάτια και μία κουζίνα. Tο νερό αποτελείται από υδρογόνο και οξυγόνο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback