αναγκάζω Verb  [anagkazo, anagkazw]

  Verb
(8)

Etymologie zu αναγκάζω

αναγκάζω altgriechisch ἀναγκάζω


GriechischDeutsch
Αν δεν θέλεις να πάμε, δεν σε αναγκάζω.Wenn du nicht willst, werde ich dich nicht zwingen.

Übersetzung nicht bestätigt

Πώς σας αναγκάζω, Εξοχότατε;Wir könnte ich Euch zwingen, Euer Gnaden?

Übersetzung nicht bestätigt

Αν αναγκάζω τα άνθη να ανθίζουν, αναγκάζω κι εσένα.Wenn ich die Blumen zwingen kann, im Frühling früher zu blühen, kann ich auch dich zwingen.

Übersetzung nicht bestätigt

Και δεν θέλω να αναγκάζω τον Ουάιατ να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του, πριν να είναι έτοιμος.Ich will Wyatt nicht zwingen, seine Kräfte jetzt schon einzusetzen.

Übersetzung nicht bestätigt

Δε σας αναγκάζω να κινδυνεύσετε.Und zum Rest, ich kann euch nicht zwingen euer Leben aufs Spiel zu setzen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αναγκάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναγκάζωαναγκάζουμε, αναγκάζομεαναγκάζομαιαναγκαζόμαστε
αναγκάζειςαναγκάζετεαναγκάζεσαιαναγκάζεστε, αναγκαζόσαστε
αναγκάζειαναγκάζουν(ε)αναγκάζεταιαναγκάζονται
Imper
fekt
ανάγκαζααναγκάζαμεαναγκαζόμουν(α)αναγκαζόμαστε, αναγκαζόμασταν
ανάγκαζεςαναγκάζατεαναγκαζόσουν(α)αναγκαζόσαστε, αναγκαζόσασταν
ανάγκαζεανάγκαζαν, αναγκάζαν(ε)αναγκαζόταν(ε)αναγκάζονταν, αναγκαζόντανε, αναγκαζόντουσαν
Aoristανάγκασααναγκάσαμεαναγκάστηκααναγκαστήκαμε
ανάγκασεςαναγκάσατεαναγκάστηκεςαναγκαστήκατε
ανάγκασεανάγκασαν, αναγκάσαν(ε)αναγκάστηκεαναγκάστηκαν, αναγκαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναγκάσει
έχω αναγκασμένο
έχουμε αναγκάσει
έχουμε αναγκασμένο
έχω αναγκαστεί
είμαι αναγκασμένος, -η
έχουμε αναγκαστεί
είμαστε αναγκασμένοι, -ες
έχεις αναγκάσει
έχεις αναγκασμένο
έχετε αναγκάσει
έχετε αναγκασμένο
έχεις αναγκαστεί
είσαι αναγκασμένος, -η
έχετε αναγκαστεί
είστε αναγκασμένοι, -ες
έχει αναγκάσει
έχει αναγκασμένο
έχουν αναγκάσει
έχουν αναγκασμένο
έχει αναγκαστεί
είναι αναγκασμένος, -η, -ο
έχουν αναγκαστεί
είναι αναγκασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναγκάσει
είχα αναγκασμένο
είχαμε αναγκάσει
είχαμε αναγκσμένο
είχα αναγκαστεί
ήμουν αναγκασμένος, -η
είχαμε αναγκαστεί
ήμαστε αναγκασμένοι, -ες
είχες αναγκάσει
είχες αναγκασμένο
είχατε αναγκάσει
είχατε αναγκασμένο
είχες αναγκαστεί
ήσουν αναγκασμένος, -η
είχατε αναγκαστεί
ήσαστε αναγκασμένοι, -ες
είχε αναγκάσει
είχε αναγκασμένο
είχαν αναγκάσει
είχαν αναγκασμένο
είχε αναγκαστεί
ήταν αναγκασμένος, -η, -ο
είχαν αναγκαστεί
ήταν αναγκασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναγκάζωθα αναγκάζουμε, θα αναγκάζομεθα αναγκάζομαιθα αναγκαζόμαστε
θα αναγκάζειςθα αναγκάζετεθα αναγκάζεσαιθα αναγκάζεστε, θα αναγκαζόσαστε
θα αναγκάζειθα αναγκάζουν(ε)θα αναγκάζεταιθα αναγκάζονται
Fut
ur
θα αναγκάσωθα αναγκάσουμε, θα αναγκάζομεθα αναγκαστώθα αναγκαστούμε
θα αναγκάσειςθα αναγκάσετεθα αναγκαστείςθα αναγκαστείτε
θα αναγκάσειθα αναγκάσουν(ε)θα αναγκαστείθα αναγκαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναγκάσει
θα έχω αναγκασμένο
θα έχουμε αναγκάσει
θα έχουμε αναγκασμένο
θα έχω αναγκαστεί
θα είμαι αναγκασμένος, -η
θα έχουμε αναγκαστεί
θα είμαστε αναγκασμένοι, -ες
θα έχεις αναγκάσει
θα έχεις αναγκασμένο
θα έχετε αναγκάσει
θα έχετε αναγκασμένο
θα έχεις αναγκαστεί
θα είσαι αναγκασμένος, -η
θα έχετε αναγκαστεί
θα είστε αναγκασμένοι, -ες
θα έχει αναγκάσει
θα έχει αναγκασμένο
θα έχουν αναγκάσει
θα έχουν αναγκασμένο
θα έχει αναγκαστεί
θα είναι αναγκασμένος, -η, -ο
θα έχουν αναγκαστεί
θα είναι αναγκασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναγκάζωνα αναγκάζουμε, να αναγκάζομενα αναγκάζομαινα αναγκαζόμαστε
να αναγκάζειςνα αναγκάζετενα αναγκάζεσαινα αναγκάζεστε, να αναγκαζόσαστε
να αναγκάζεινα αναγκάζουν(ε)να αναγκάζεταινα αναγκάζονται
Aoristνα αναγκάσωνα αναγκάσουμε, να αναγκάσομενα αναγκαστώνα αναγκαστούμε
να αναγκάσειςνα αναγκάσετενα αναγκαστείςνα αναγκαστείτε
να αναγκάσεινα αναγκάσουν(ε)να αναγκαστείνα αναγκαστούν(ε)
Perfνα έχω αναγκάσει
να έχω αναγκασμένο
να έχουμε αναγκάσει
να έχουμε αναγκασμένο
να έχω αναγκαστεί
να είμαι αναγκασμένος, -η
να έχουμε αναγκαστεί
να είμαστε αναγκασμένοι, -ες
να έχεις αναγκάσει
να έχεις αναγκασμένο
να έχετε αναγκάσει
να έχετε αναγκασμένο
να έχεις αναγκαστεί
να είσαι αναγκασμένος, -η
να έχετε αναγκαστεί
να είστε αναγκασμένοι, -ες
να έχει αναγκάσει
να έχει αναγκασμένο
να έχουν αναγκάσει
να έχουν αναγκασμένο
να έχει αναγκαστεί
να είναι αναγκασμένος, -η, -ο
να έχουν αναγκαστεί
να είναι αναγκασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανάγκαζεαναγκάζετεαναγκάζεστε
Aoristανάγκασεαναγκάστεαναγκάσουαναγκαστείτε
Part
izip
Presαναγκάζονταςαναγκαζόμενος
Perfέχοντας αναγκάσει, έχοντας αναγκασμένοαναγκασμένος, -η, -οαναγκασμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναγκάσειαναγκαστεί





Griechische Definition zu αναγκάζω

αναγκάζω [anaŋgázo] -ομαι : πιέζω, υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ. που δε θέλει: Mε ανάγκασε να τον ακολουθήσω. H φτώχεια τον ανάγκασε να δουλέψει. Δεν ήθελα να παραιτηθώ, αλλά με ανάγκασαν. Είναι αναγκασμένος να σηκώνεται πολύ πρωί. Tι τον ανάγκασε να πει ψέματα; Mη με αναγκάζεις να πω λόγια που δεν πρέπει, μη με φέρνεις στη δύσκολη θέση να… Aναγκάστηκα να απαντήσω με αγένεια.

[αρχ. ἀναγκάζω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback