αιχμαλωτίζω Verb  [echmalotizo, aixmalwtizw]

  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu αιχμαλωτίζω

αιχμαλωτίζω Koine-Griechisch αἰχμαλωτίζω αἰχμάλωτος


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αιχμαλωτίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αιχμαλωτίζωαιχμαλωτίζουμε, αιχμαλωτίζομεαιχμαλωτίζομαιαιχμαλωτιζόμαστε
αιχμαλωτίζειςαιχμαλωτίζετεαιχμαλωτίζεσαιαιχμαλωτίζεστε, αιχμαλωτιζόσαστε
αιχμαλωτίζειαιχμαλωτίζουν(ε)αιχμαλωτίζεταιαιχμαλωτίζονται
Imper
fekt
αιχμαλώτιζααιχμαλωτίζαμεαιχμαλωτιζόμουν(α)αιχμαλωτιζόμαστε, αιχμαλωτιζόμασταν
αιχμαλώτιζεςαιχμαλωτίζατεαιχμαλωτιζόσουν(α)αιχμαλωτιζόσαστε, αιχμαλωτιζόσασταν
αιχμαλώτιζεαιχμαλώτιζαν, αιχμαλωτίζαν(ε)αιχμαλωτιζόταν(ε)αιχμαλωτίζονταν, αιχμαλωτιζόντανε, αιχμαλωτιζόντουσαν
Aoristαιχμαλώτισααιχμαλωτίσαμεαιχμαλωτίστηκααιχμαλωτιστήκαμε
αιχμαλώτισεςαιχμαλωτίσατεαιχμαλωτίστηκεςαιχμαλωτιστήκατε
αιχμαλώτισεαιχμαλώτισαν, αιχμαλωτίσαν(ε)αιχμαλωτίστηκεαιχμαλωτίστηκαν, αιχμαλωτιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αιχμαλωτίσει
έχω αιχμαλωτισμένο
έχουμε αιχμαλωτίσει
έχουμε αιχμαλωτισμένο
έχω αιχμαλωτιστεί
είμαι αιχμαλωτισμένος, -η
έχουμε αιχμαλωτιστεί
είμαστε αιχμαλωτισμένοι, -ες
έχεις αιχμαλωτίσει
έχεις αιχμαλωτισμένο
έχετε αιχμαλωτίσει
έχετε αιχμαλωτισμένο
έχεις αιχμαλωτιστεί
είσαι αιχμαλωτισμένος, -η
έχετε αιχμαλωτιστεί
είστε αιχμαλωτισμένοι, -ες
έχει αιχμαλωτίσει
έχει αιχμαλωτισμένο
έχουν αιχμαλωτίσει
έχουν αιχμαλωτισμένο
έχει αιχμαλωτιστεί
είναι αιχμαλωτισμένος, -η, -ο
έχουν αιχμαλωτιστεί
είναι αιχμαλωτισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αιχμαλωτίσει
είχα αιχμαλωτισμένο
είχαμε αιχμαλωτίσει
είχαμε αιχμαλωτισμένο
είχα αιχμαλωτιστεί
ήμουν αιχμαλωτισμένος, -η
είχαμε αιχμαλωτιστεί
ήμαστε αιχμαλωτισμένοι, -ες
είχες αιχμαλωτίσει
είχες αιχμαλωτισμένο
είχατε αιχμαλωτίσει
είχατε αιχμαλωτισμένο
είχες αιχμαλωτιστεί
ήσουν αιχμαλωτισμένος, -η
είχατε αιχμαλωτιστεί
ήσαστε αιχμαλωτισμένοι, -ες
είχε αιχμαλωτίσει
είχε αιχμαλωτισμένο
είχαν αιχμαλωτίσει
είχαν αιχμαλωτισμένο
είχε αιχμαλωτιστεί
ήταν αιχμαλωτισμένος, -η, -ο
είχαν αιχμαλωτιστεί
ήταν αιχμαλωτισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αιχμαλωτίζωθα αιχμαλωτίζουμε, θα αιχμαλωτίζομεθα αιχμαλωτίζομαιθα αιχμαλωτιζόμαστε
θα αιχμαλωτίζειςθα αιχμαλωτίζετεθα αιχμαλωτίζεσαιθα αιχμαλωτίζεστε, θα αιχμαλωτιζόσαστε
θα αιχμαλωτίζειθα αιχμαλωτίζουν(ε)θα αιχμαλωτίζεταιθα αιχμαλωτίζονται
Fut
ur
θα αιχμαλωτίσωθα αιχμαλωτίσουμε, θα αιχμαλωτίζομεθα αιχμαλωτιστώθα αιχμαλωτιστούμε
θα αιχμαλωτίσειςθα αιχμαλωτίσετεθα αιχμαλωτιστείςθα αιχμαλωτιστείτε
θα αιχμαλωτίσειθα αιχμαλωτίσουν(ε)θα αιχμαλωτιστείθα αιχμαλωτιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αιχμαλωτίσει
θα έχω αιχμαλωτισμένο
θα έχουμε αιχμαλωτίσει
θα έχουμε αιχμαλωτισμένο
θα έχω αιχμαλωτιστεί
θα είμαι αιχμαλωτισμένος, -η
θα έχουμε αιχμαλωτιστεί
θα είμαστε αιχμαλωτισμένοι, -ες
θα έχεις αιχμαλωτίσει
θα έχεις αιχμαλωτισμένο
θα έχετε αιχμαλωτίσει
θα έχετε αιχμαλωτισμένο
θα έχεις αιχμαλωτιστεί
θα είσαι αιχμαλωτισμένος, -η
θα έχετε αιχμαλωτιστεί
θα είστε αιχμαλωτισμένοι, -ες
θα έχει αιχμαλωτίσει
θα έχει αιχμαλωτισμένο
θα έχουν αιχμαλωτίσει
θα έχουν αιχμαλωτισμένο
θα έχει αιχμαλωτιστεί
θα είναι αιχμαλωτισμένος, -η, -ο
θα έχουν αιχμαλωτιστεί
θα είναι αιχμαλωτισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αιχμαλωτίζωνα αιχμαλωτίζουμε, να αιχμαλωτίζομενα αιχμαλωτίζομαινα αιχμαλωτιζόμαστε
να αιχμαλωτίζειςνα αιχμαλωτίζετενα αιχμαλωτίζεσαινα αιχμαλωτίζεστε, να αιχμαλωτιζόσαστε
να αιχμαλωτίζεινα αιχμαλωτίζουν(ε)να αιχμαλωτίζεταινα αιχμαλωτίζονται
Aoristνα αιχμαλωτίσωνα αιχμαλωτίσουμε, να αιχμαλωτίσομενα αιχμαλωτιστώνα αιχμαλωτιστούμε
να αιχμαλωτίσειςνα αιχμαλωτίσετενα αιχμαλωτιστείςνα αιχμαλωτιστείτε
να αιχμαλωτίσεινα αιχμαλωτίσουν(ε)να αιχμαλωτιστείνα αιχμαλωτιστούν(ε)
Perfνα έχω αιχμαλωτίσει
να έχω αιχμαλωτισμένο
να έχουμε αιχμαλωτίσει
να έχουμε αιχμαλωτισμένο
να έχω αιχμαλωτιστεί
να είμαι αιχμαλωτισμένος, -η
να έχουμε αιχμαλωτιστεί
να είμαστε αιχμαλωτισμένοι, -ες
να έχεις αιχμαλωτίσει
να έχεις αιχμαλωτισμένο
να έχετε αιχμαλωτίσει
να έχετε αιχμαλωτισμένο
να έχεις αιχμαλωτιστεί
να είσαι αιχμαλωτισμένος, -η
να έχετε αιχμαλωτιστεί
να είστε αιχμαλωτισμένοι, -ες
να έχει αιχμαλωτίσει
να έχει αιχμαλωτισμένο
να έχουν αιχμαλωτίσει
να έχουν αιχμαλωτισμένο
να έχει αιχμαλωτιστεί
να είναι αιχμαλωτισμένος, -η, -ο
να έχουν αιχμαλωτιστεί
να είναι αιχμαλωτισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαιχμαλώτιζεαιχμαλωτίζετεαιχμαλωτίζεστε
Aoristαιχμαλώτισεαιχμαλωτίστεαιχμαλωτίσουαιχμαλωτιστείτε
Part
izip
Presαιχμαλωτίζονταςαιχμαλωτιζόμενος
Perfέχοντας αιχμαλωτίσει, έχοντας αιχμαλωτισμένοαιχμαλωτισμένος, -η, -οαιχμαλωτισμένοι, -ες, -α
InfinAoristαιχμαλωτίσειαιχμαλωτιστεί





Griechische Definition zu αιχμαλωτίζω

αιχμαλωτίζω [exmalotízo] -ομαι : 1α.κάνω κπ. αιχμάλωτο: αιχμαλωτίζω ένα άγριο ζώο / πουλί. Kυρίεψαν την πόλη, έσφαξαν τους άντρες κι αιχμαλώτισαν τα γυναικόπαιδα. Aιχμαλωτίστηκε από τους ληστές. β. (για στρατιωτικό) αιχμαλωτίζω κατά τη διάρκεια του πολέμου: αιχμαλωτίζω ένα στρατιώτη / έναν αξιωματικό / ένα λόχο / τάγμα / εχθρικό πλοίο. Ολόκληρη μεραρχία κυκλώθηκε κι αιχμαλωτίστηκε. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback